Του Μπάμπη Στέρτσου
Η Νέα Υόρκη των Βαλκανίων
Σε μια Θεσσαλονίκη που μετά το τράβηγμα της μεταπολεμικής κουρτίνας ξαναβρίσκει την ψυχή της κοιτάζοντας το πραγματικό της πρόσωπο στον καθρέφτη.
Σ’ αυτή την Κόρη του Φιλίππου Β’ και της Θεσσαλίας συζύγου Νηκισίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι αφιερωμένο αυτό το κείμενο
Τώρα που ξανακρίνεται αν ο σύγχρονος Αντίπατρος που τη σκοτώνει είναι οι εμπρηστές που καίνε το Σέιχ-Σου, οι σαλταδόροι της Πολιτιστικής ή όλοι εμείς που την πνίγουμε μες την αδιαφορία μας.
Την βλέπω που γεννιέται στις «τούμπες» και σιγά σιγά να απλώνεται ως τον μυχό του κόλπου με τα ύστερα ιωνικά αρχιτεκτονήματα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει και να οχυρώνεται για να ξεφύγει από τους ανέμους της ιστορίας της και τους πειρατές του Αιγαίου. Αυτή τη Θεσσαλονίκη, την ετεροθαλή αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου που γίνεται σπουδαία το “in gremio imperili nostri” της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αργότερα πρωτεύουσα μετά τους ελληνιστικούς χρόνους.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ 1907
Στάθηκε στο σαχνισί[1] μπροστά στο δρόμο. Έβγαλε τα παπούτσια του που είχε αγοράσει από την Calderon et Arvesti την εταιρία που είχε δημιουργήσει το μοναδικό εργοστάσιο υποδημάτων των ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Ήθελε να ξεκουραστεί. Τράβηξε κοντά του τη μαλτέζικη καρέκλα. Άφησε το βλέμμα του να φύγει πίσω από το μύλο του Allatini. Ο ήλιος στραφτάλιζε στο Θερμαϊκό. Άναψε ένα απ΄ τα τελευταία τσιγάρα «Άτλας» και κατέβασε τη πρώτη γουλιά αλκοόλ που ερχόταν κατευθείαν από το αποστακτήριο Modiano κοντά στον Όλυμπο. Μόλις είχε γυρίσει από το Φραγκομαχαλά. Οι μεζέδες του σεφ Alfonse στο Colombo ήταν εκπληκτικοί. Ήταν τυχερός που είχε βρεθεί σ’ αυτή τη δεξίωση γιατί οι επαφές που έκανε ήταν πολύ καλές. Τώρα το μετάξι του θα έφθανε σε νέες αγορές. Στα αυτιά του βούιζαν οι επευφημίες των εύθυμων Ιταλών ναυτικών του Maria Theresa που σκέπαζαν αρκετές φορές τους ήχους της ορχήστρας Libermann. Κατέβασε μερικές γουλιές ακόμα και αφέθηκε να χαζεύει το Θερμαϊκό που έχασκε στη μεσημβρινή ραστώνη πέρα από τους βυζαντινούς τρούλους, τους μιναρέδες και τα μεσαιωνικά τείχη.
ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΕΡΑ
Η θάλασσα μπροστά στη πόλη, ο αιώνιος καθρέφτης της. Μια θάλασσα που κοιτάζοντάς την σε θαμπώνει από το φως της ιστορίας. Ένα φως που τυφλώνει το βλέμμα. Το χέρι μπροστά στα μάτια για να τα προστατεύσει. Και στο τράβηγμα… ο ήλιος της Βεργίνας, το σύμβολο των Μακεδόνων, τα αναπεπταμένα, λάβαρα, οι παιάνες, οι μυθικοί γρύπες με ολόχρυσα φτερά και ο Κάσσανδρος, ανάμεσα στους πολεμιστές τους με τις σιδερένιες στρεγγλίδες, τα δόρατα και τις καυσίες[2] πάνω στο λευκό του άτι εκεί γύρω στο 315 π.Χ. δίπλα στις όχθες της θάλασσας να της χαρίζει το όνομά της. Θεσσαλονίκη. Όνομα της συζύγου του και αδελφής του Μ. Αλεξάνδρου, βασιλέα της Μακεδονίας.
Προχωράει στο τόπο της γενέθλιας γιορτής. Άνδρες στεφανωμένοι γερμένοι αναπαυτικά σε κλίνες με πολύχρωμα καλύμματα κι άλλοι όρθιοι συζητώντας απολαμβάνουν τη μουσική της κιθάρας και του δίαυλου που κρατούν μοναδικές γυναικείες φιγούρες. Μπροστά στις κλίνες προβάλλουν τραπεζάκια φορτωμένα με φρούτα και γλυκίσματα ενώ νεαροί οινοχόοι περιμένουν έτοιμοι να γεμίσουν τα κύπελλα με κρασί.
Ομάδες από τα αριστερά πλησιάζουν μάλλον θορυβώδικα έφιπποι και πεζοί συμποσιαστές μεταφέροντας σκεύη με τη συνεισφορά τους στην οινοποσία. Στην άλλη άκρια κάποιοι νέοι ακουμπώντας χαλαρά στα δόρατα και τις κατακόσμες ασπίδες τους παρακολουθούν τη σκηνή.
ΟΙ ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΑΕΤΟΙ
Ενάμισυ αιώνα μετά, το 168 π.Χ. οι Ρωμαϊκοί Αετοί φθάνουν στη πόλη να μπολιαστούν με το ελληνικό ήθος. Εδώ τώρα εδρεύει ο πραίτορας και για χάρη του η Θ γίνεται liberac conditionis.[3]
Σε λίγο αρχίζει η Εγνατία. Η Via Egnatia περνά μέσα από τη Θ η οποία είναι το κέντρο της και γίνεται «μητρόπολη» της Μακεδονίας όπως θα την ονομάσει ο Στράβων.
Προχωράει στην αρχαία πόλη και πέφτει πάνω στα Ολύμπια, στα Πύθια και στα Καβείρια. Γυρνάει και βλέπει τους Εβραίους που εδώ δίπλα του μιλούν την ελληνική κι ύστερα σιωπή για να ακουστούν οι λόγοι των σοφών ρητόρων και των δασκάλων. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα βλέπει και τον Απόστολο Παύλο το 5ο μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη να μιλάει στους κατοίκους της που τους θεωρεί «τύπους πάσι τοις πιστεύουσιν εν τη Μακεδονία και τη Αχαΐα».
Είναι η εποχή που Θ δέχεται την εύνοια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, γίνεται ρωμαϊκή colonia. Καταφέρνονται τα επόμενα χρόνια να γλιτώσει από 3 διαδοχικές επιθέσεις Γότθων αισθάνεται πιο ασφαλής όταν ο Γαλέριος στο δεύτερο μισό του 3ου αι. μεγαλώνει τη πόλη και χτίζει τα ανάκτορά του, τη Ροτόντα, την Καμάρα και τον Ιππόδρομο. Τα χρόνια περνούν και ο Θεοδόσιος θα σφάξει ύπουλα 7000 Θεσσαλονικείς μες τον Ιππόδρομο για να ικανοποιήσει τους Γότθους «συμμάχους» του.
ΣΥΝΝΕΦΑ ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΑ ΤΕΙΧΗ
Με το χωρισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Δυτική και Ανατολική η Θ έχει πάλι τη μοίρα της συμπρωτεύουσας. Σλάβοι, Ούννοι, Αβάροι φθάνουν κάθε τόσο έξω από τα τείχη της πόλης. Τα στίφη των εχθρών συνωθούνταν έξω από τα τείχη της πόλης, ορμούσαν καλπάζοντας με τεντωμένα τα τόξα προς την πόλη, στριφογύριζαν τα τσεκούρια και σφύριζαν τα λάσα. Τα βέλη έσπαγαν πάνω στα τείχη και έμεναν οι άγριες κραυγές να ανακατεύονται με τους ήχους του αγέρα που έφθανε από τη θάλασσα.
Ένα συγκεχυμένο πλήθος, τυφλωμένο από τη σκόνη και μεθυσμένο από τα ουρλιαχτά στριφογύριζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα γύρω από το σώμα της πόλης. Ο ήλιος συνέχιζε το δρόμο του στον ουρανό αλλά οι μάχες για τη κατάκτηση της πόλης δεν σταματούσαν. Από το 450 έχει χτισθεί η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και τα βιβλία των θαυμάτων του Αγίου μας μιλούν για αυτές τις επιδρομές. Τα κύματα της ιστορίας χτυπούν για αυτές τις επιδρομές. Τα κύματα της ιστορίας χτυπούν και απειλούν την πόλη όχι μόνο από τη στεριά αλλά και από τη θάλασσα όπως εκείνο ο Σαρακηνός πειρατής ο Λέοντας ο Τριπολίτης χτυπάει την πόλη σφάζοντας για 3 μέρες συνεχώς και παίρνοντας 22.000 αιχμαλώτους. Οι Νορμανδοί προσβάλουν κι αυτοί την πόλη το 1185. Παρ’ ότι η Θεσσαλονίκη γνώρισε διάφορους κυρίαρχους Νορμανδούς, Λατίνους, Βενετούς, Τούρκους, όμως δεν έπεσε ποτέ στα χέρια των γειτονικών σλαβικών βασιλείων. Τη συμβίωση ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο αντίθετους πολιτισμούς την έφεραν δύο Θεσσαλονικείς αδελφοί που διέδωσαν το ευαγγέλιο, ο Κύριλος και ο Μεθόδιος.
Οι έρδιες των Ησυχαστών λίγο αργότερα μας θυμίζουν τη ρήση για πάλη των τάξεων μας και διεξαγόταν μεταξύ των «μέσων» και των λαϊκών στρωμάτων. Τελικά ο Καντακουζηνός θα εξολοθρεύσει τους ζηλωτές.
14ος ΑΙΩΝΑΣ «Ο ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ»
Το 14ο αι. το αναγεννητικό πνεύμα των Παλαιολόγων εξαίρει ιδιαίτερα το ανθρώπινο πάθος και η Θ λάμπει στα Βαλκάνια μεταδίδοντας την οικουμενική τέχνη του Βυζαντίου.
Στο τέλος του αιώνα οι Τούρκοι γίνονται δύο φορές κύριοι της πόλης αλλά για λίγο. Το 1423 ο διοικητής της Ανδρόνικος και κάτω από το φόβο των Τούρκων την παραδίδει στους Βενετούς με όρους.
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗ
Το 1430 μετά από τριήμερη πολιορκία οι Τούρκοι μπαίνουν στην πόλη.
Η Θ γίνεται σαντζάκι και ο Μουράτ ζηλώνει χίλια μάρμαρα από ναούς και μοναστήρια της πόλης για να στρώσουν με αυτά το δάπεδο ενός λουτρού στην Ανδριανούπολη.
Οι Έλληνες όσοι έχουν απομείνει συγκεντρώνονται σιγά – σιγά γύρω στις ενοριακές εκκλησίες. Στον Άγιο Μηνά, στην Αγία Θεοδώρα, στον Άγιο Νικόλαο, στην Υπαπαντή, στον Άγιο Αθανάσιο. Οι Τούρκοι πιάνουν τις πιο ωραίες συνοικίες στον Άγιο Δημήτριο, στο Επταπύργιο, στην Αγία Σοφία κ.λπ. ενώ οι Εβραίοι που στα τέλη του 15ου αι. έρχονται κατά κύματα στη Θ μετά το διωγμό τους από άλλες χώρες (κυρίως από την Ισπανία) είναι κυρίως συγκεντρωμένοι στη συνοικία του λιμανιού.
Αν και η εβραϊκή παρουσία στη Θεσσαλονίκη ανάγεται στην αρχαιότητα τώρα το εβραϊκό στοιχείο θα αποτελέσει πλειοψηφία. Δημιουργείται λοιπόν το παράδοξο φαινόμενο, που διατηρήθηκε μέχρι τον 20ο αι. η πόλη για την οποία ερίζουν τα βαλκανικά κράτη και οι Τούρκοι, να βρίσκεται κάτω από εβραϊκή κυριαρχία και να μιλά παλιά καστιλλιάνικα.
ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΗ ΠΟΛΗ
Στο δεύτερο μισό του 18ου αι. δίπλα στο οργανωμένο εμπόριο των Εβραίων και των Φράγκων μια εμπορική ελληνική τάξη αρχίζει και αναπτύσσεται μέσα στη Θ.
Μετά τη συνθήκη του 1774 του Κιουτσούκ Καϊναρτζή 1774 οι Έλληνες ναυτικοί και έμποροι με την προστασία της Ρωσίας δραστηριοποιούνται και αποκτούν οικονομική ευημερία.
Τότε πολλοί Μακεδόνες και άλλοι Έλληνες από τα βουνά της Πίνδου και των Αγράφων κατεβαίνουν στη Θ. όπου με την πάροδο του χρόνου παίρνουν όλο και πιο πολύ στα χέρια τους το εμπόριο της πόλης.
ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Η Θ. δεν έχει πίσω πλευρά λόγω θέσης είναι μια εξωστρεφής περίβλεπτη πόλη. Για τον Ευρωπαίο ταξιδιώτη στα τέλη του 19ου αι. που έφθανε στη πόλη από τη θάλασσα και βλέποντάς την με τα άσπρα σπίτια που έφθαναν μέχρι τη θάλασσα, τα κυπαρίσσια και τους μιναρέδες θύμιζε μια οθωμανική πόλη. Στο εσωτερικό των τειχών, η θεά «των βρώμικων και στενών δρόμων, που σύμφωνα με έναν οδηγό του 1873, εμποδίζουν τον εξαερισμό των σπιτιών, τα οποία είναι φτωχικές ξύλινες κατασκευές τα περισσότερα».
…Χάνομαι προσπαθώντας να βρω λύση σ’ αυτό το λαβύρινθο από μικρά, στενά, δρομάκια που συχνά καταλήγουν σε αδιέξοδα. Όπως τις παλιές βυζαντινές πόλεις, τα σπίτια προεξείχαν πάνω από το λιθόστρωτο, εμποδίζοντας έτσι τη θέα και τον εξαερισμό. Οι δρόμοι ξετυλίγονται σαν φίδια μπροστά μου και διακλαδώνονται πολύ συχνά με άλλου μικρότερους σαν τις πόλεις της Ανατολής. Κάτω από τα τείχη πέφτω στο Χαλιτζατζιλάρ παζάρ, την αγορά των ταπητουργών και μετά στην αγορά των υποδημάτων. Τα ραφτάδικα, τα καπελάδικα και τα τακιέ (φεσοποιών) μαθαίνω ότι είναι πιο πάνω σ’ άλλους οδούς. Οι αγορές και τα μπεζεστένια[4] θυμίζουν το θόρυβο και τη ζωή της Ανατολής. Κατηφορίζω στο λιμάνι, πλοία στη προκυμαία μένουν ακίνητα. Τελωνειακοί και ζυγιστές ελέγχουν με εκπαιδευμένο μάτι τα χαρτιά, ο κόσμος μυρμηγκιάζει τρέχοντας πάνω – κάτω καπεταναίοι μάγειροι, μηχανικοί. Στο βάθος ακούγεται η μπουρού. Περνώ δίπλα από τις αποθήκες και τα ντανιασμένα εμπορεύματα. Βαμβάκι, καπνός, σιτηρά,. Εγγλέζικα υφάσματα, καφές, ζάχαρη και λουλάκι. Οι πιο πολλοί γύρω μου είναι Αρμένηδες. Μπαίνω στο πρώτο καφενείο για μια πατρίδα τάβλι και ένα ποτήρι ρακή. Παραγγέλνω κι άλλη ρακή κι άλλη…. κι άλλη.
ΦΩΤΙΕΣ – ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
Τον είχε πάρει για τα καλά ο ύπνος. Είδε όνειρα πολλά και εφιάλτες. Είδε πρώτα απ’ όλα δύο μεγάλες φωτιές να καίνε την πόλη, ονειρεύτηκε κόκκινες σημαίες, λάβαρα και μουσική και μετά πάλι μπροστά στο Κονάκι ένα πλήθος (πολλά κεφάλια με φέσια), σημαίες, μπάντες, μπαλκόνια ξέχειλα από κόσμο.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Όταν ξύπνησε ήταν μια μέρα βροχερή, μια δοξολογία έφθανε στ’ αυτιά από τον Άγιο Μηνά, ο ενθουσιασμός ανακατευόταν με τους ήχους της βροχής και τους καλπασμούς των αλόγων. Ήταν Κυριακή 10 Νοεμβρίου 1912. Η Θεσσαλονίκη είναι ελληνική.
Κι ύστερα σαν βουβό σινεμά ο Βενιζέλος με τη προσωρινή κυβέρνηση στη Θ, η άφιξη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, το Πόντο, τον Καύκασο, και το Νότο της Ρωσίας. Η Γερμανική κατοχή. Η μεταφορά των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Auschwitz, του Birkenau και του Bergen – Belsen. Ο ΕΛΑΣ μπαίνει στη Θεσσαλονίκη. Ο σεισμός και τα γενέθλια τα 2300 χρόνων το 1985. 1997, Πολιτιστική πρωτεύουσα Καλοκαίρι του 1997 καίγεται το περιαστικό δάσος Σέιχ Σου.
ΣΗΚΩ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΔΩΣΕ ΡΕΥΜΑ
Σε μια Ευρώπη που χάνει την ψυχή της, τη νιότη της, τα κινήματά της, την κουλτούρα της μερικές πόλεις γιορτάζουν πολιτιστικά επιμένοντας να θυμίζουν τη δική μας κοινότητα, τη δική μας μοίρα.
Τα λαμπιόνια έχουν ανάψει στην Αριστοτέλους για μια ακόμη εκδήλωση, έχει πιάσει να φυσάει και κάποιος ηλικιωμένος με σκουντάει μουρμουρίζοντας κάτι για τη Βαρδαρούπολη. Οι Θεσσαλονικείς φίλοι μου κάτι μουρμουρίζουν και αυτοί για την Πολιτιστική. Όμως αυτή η πόλη σε μαγεύει. Είναι ερωτική. Δεν μπορεί να ξεφύγει τον αισθησιασμό που κυριαρχεί παντού.
Η Θ. πλέον μετά το τράβηγμα της μεταπολεμικής κουρτίνας ανακαλύπτει τον εαυτό της, την ιστορία της και το ξεχασμένο ρόλο της στα Βαλκάνια. Όμως ο ρόλος κάθε λαού και κάθε πόλη που είναι προορισμένος‑η –να ηγεμονεύσει δεν είναι προκαθορισμένος από τη γεωγραφία (αν και η Θ ευνοείται απ’ αυτή) παίζεται και καταχτιέται από τον ίδιο‑α. Οι μεγάλες ιστορικές ευκαιρίες είναι και μεγάλοι ιστορικοί κίνδυνοι.
Υ.Γ. Τα τηλέφωνα στην εφημερίδα ηχούν τρελά. Το άρθρο για τη Θ έπρεπε να είχε παραδοθεί εδώ και ώρα ώσπου το μάτι έπεσε σ’ ένα επιπλέοντα στίχο του Ασλάνογλου στο «Ταμάριξ» που μου είχε δώσει στη Θ με αφιέρωμα στα «Βιογραφικά Λιμένος». Η φράση «τα φορτωμένα καράβια του που κοιμούνται». Η προκυμαία πλάι στο Λευκό Πύργο που περπατήσαμε, οι χώροι, οι δρόμοι, οι σιωπηλοί γερανοί και άνθρωποι που ζουν το λιμάνι κάθε μέρα ή έχουν αφήσει στις προβλήτες του κομμάτια και θρύψαλα από την καρδιά τους. Γυρνώ σε μια δικιά μου ημερολογιακή σελίδα «Θεσσαλονίκη, Τότης 15/4/97.
Στην παραλία του Λευκού Πύργου. Η θάλασσα λάδι. Ένας λαμνοκόπος αφήνει μια γραμμή πίσω του. Μερικά καράβια ξεχασμένα στο Θερμαϊκό. Αναπολώ τα περασμένα. Αγωνιώ για τα μελλούμενα. Δεν ξέρω μα νιώθω εθισμένος μαζί σου. Έξη;
Σε αγαπώ. Όπως σε γνώρισα, όπως λίγο σε έζησα, όπως σε φαντάστηκα, όπως σε ήπια, όπως, όπως… όπως».
Μου λείπει το αφιέρωμα του ΠΑΝΟΣ για τον Ασλάνογλου. Το άφησα στην Αθήνα. Χθες ο Λ. Παπαδόπουλος στην καθημερινή του στήλη στα «ΝΕΑ» μίλαγε γι’ αυτό. Χρειάζονται όμως χορηγίες για να ζήσουν αυτές οι προσπάθειες κατέληγε».
Θεσσαλονίκη. Η παραλία, ο ήλιος, ο Λευκός Πύργος, η πόλη που όσο πάει ξυπνάει.
[1] σαχνισί: μπαλκόνι σκεπαστό (τουρκ. sahnishin), προεξοχή του επάνω ορόφου προς το δρόμο.
[2] Το χαρακτηριστικό κάλυμμα της κεφαλής, η γνωστή μακεδονική «καυσία».
[3] Ελεύθερη πόλη.
[4] Αγορά εξωτικών προϊόντων.