- Διαφήμιση -

Ερωτική επιστολή για τη Θεσσαλονίκη

Του Μπά­μπη Στέρτσου

Η Νέα Υόρ­κη των Βαλκανίων

Σε μια Θεσ­σα­λο­νί­κη που μετά το τρά­βηγ­μα της μετα­πο­λε­μι­κής κουρ­τί­νας ξανα­βρί­σκει την ψυχή της κοι­τά­ζο­ντας το πραγ­μα­τι­κό της πρό­σω­πο στον καθρέφτη.

Σ’ αυτή την Κόρη του Φιλίπ­που Β’ και της Θεσ­σα­λί­ας συζύ­γου Νηκι­σί­πο­λης, αδελ­φή του Μεγά­λου Αλε­ξάν­δρου είναι αφιε­ρω­μέ­νο αυτό το κείμενο

Τώρα που ξανα­κρί­νε­ται αν ο σύγ­χρο­νος Αντί­πα­τρος που τη σκο­τώ­νει είναι οι εμπρη­στές που καί­νε το Σέιχ-Σου, οι σαλ­τα­δό­ροι της Πολι­τι­στι­κής ή όλοι εμείς που την πνί­γου­με μες την αδια­φο­ρία μας.

Την βλέ­πω που γεν­νιέ­ται στις «τού­μπες» και σιγά σιγά να απλώ­νε­ται ως τον μυχό του κόλ­που με τα ύστε­ρα ιωνι­κά αρχι­τε­κτο­νή­μα­τα να μεγα­λώ­νει, να μεγα­λώ­νει και να οχυ­ρώ­νε­ται για να ξεφύ­γει από τους ανέ­μους της ιστο­ρί­ας της και τους πει­ρα­τές του Αιγαί­ου. Αυτή τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, την ετε­ρο­θα­λή αδελ­φή του Μ. Αλε­ξάν­δρου που γίνε­ται σπου­δαία το “in gremio imperili nostri” της Ρωμαϊ­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας και αργό­τε­ρα πρω­τεύ­ου­σα μετά τους ελλη­νι­στι­κούς χρόνους.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ 1907

Στά­θη­κε στο σαχνισί[1] μπρο­στά στο δρό­μο. Έβγα­λε τα παπού­τσια του που είχε αγο­ρά­σει από την Calderon et Arvesti την εται­ρία που είχε δημιουρ­γή­σει το μονα­δι­κό εργο­στά­σιο υπο­δη­μά­των των ευρω­παϊ­κών επαρ­χιών της αυτο­κρα­το­ρί­ας. Ήθε­λε να ξεκου­ρα­στεί. Τρά­βη­ξε κοντά του τη μαλ­τέ­ζι­κη καρέ­κλα. Άφη­σε το βλέμ­μα του να φύγει πίσω από το μύλο του Allatini. Ο ήλιος στρα­φτά­λι­ζε στο Θερ­μαϊ­κό. Άνα­ψε ένα απ΄ τα τελευ­ταία τσι­γά­ρα «Άτλας» και κατέ­βα­σε τη πρώ­τη γου­λιά αλκο­όλ που ερχό­ταν κατευ­θεί­αν από το απο­στα­κτή­ριο Modiano κοντά στον Όλυ­μπο. Μόλις είχε γυρί­σει από το Φρα­γκο­μα­χα­λά. Οι μεζέ­δες του σεφ Alfonse στο Colombo ήταν εκπλη­κτι­κοί. Ήταν τυχε­ρός που είχε βρε­θεί σ’ αυτή τη δεξί­ω­ση για­τί οι επα­φές που έκα­νε ήταν πολύ καλές. Τώρα το μετά­ξι του θα έφθα­νε σε νέες αγο­ρές. Στα αυτιά του βού­ι­ζαν οι επευ­φη­μί­ες των εύθυ­μων Ιτα­λών ναυ­τι­κών του Maria Theresa που σκέ­πα­ζαν αρκε­τές φορές τους ήχους της ορχή­στρας Libermann. Κατέ­βα­σε μερι­κές γου­λιές ακό­μα και αφέ­θη­κε να χαζεύ­ει το Θερ­μαϊ­κό που έχα­σκε στη μεσημ­βρι­νή ραστώ­νη πέρα από τους βυζα­ντι­νούς τρού­λους, τους μινα­ρέ­δες και τα μεσαιω­νι­κά τείχη.

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΕΡΑ
Η θάλασ­σα μπρο­στά στη πόλη, ο αιώ­νιος καθρέ­φτης της. Μια θάλασ­σα που κοι­τά­ζο­ντάς την σε θαμπώ­νει από το φως της ιστο­ρί­ας. Ένα φως που τυφλώ­νει το βλέμ­μα. Το χέρι μπρο­στά στα μάτια για να τα προ­στα­τεύ­σει. Και στο τρά­βηγ­μα… ο ήλιος της Βερ­γί­νας, το σύμ­βο­λο των Μακε­δό­νων, τα ανα­πε­πτα­μέ­να, λάβα­ρα, οι παιά­νες, οι μυθι­κοί γρύ­πες με ολό­χρυ­σα φτε­ρά και ο Κάσ­σαν­δρος, ανά­με­σα στους πολε­μι­στές τους με τις σιδε­ρέ­νιες στρεγ­γλί­δες, τα δόρα­τα και τις καυσίες[2] πάνω στο λευ­κό του άτι εκεί γύρω στο 315 π.Χ. δίπλα στις όχθες της θάλασ­σας να της χαρί­ζει το όνο­μά της. Θεσ­σα­λο­νί­κη. Όνο­μα της συζύ­γου του και αδελ­φής του Μ. Αλε­ξάν­δρου, βασι­λέα της Μακεδονίας.

Προ­χω­ρά­ει στο τόπο της γενέ­θλιας γιορ­τής. Άνδρες στε­φα­νω­μέ­νοι γερ­μέ­νοι ανα­παυ­τι­κά σε κλί­νες με πολύ­χρω­μα καλύμ­μα­τα κι άλλοι όρθιοι συζη­τώ­ντας απο­λαμ­βά­νουν τη μου­σι­κή της κιθά­ρας και του δίαυ­λου που κρα­τούν μονα­δι­κές γυναι­κεί­ες φιγού­ρες. Μπρο­στά στις κλί­νες προ­βάλ­λουν τρα­πε­ζά­κια φορ­τω­μέ­να με φρού­τα και γλυ­κί­σμα­τα ενώ νεα­ροί οινο­χό­οι περι­μέ­νουν έτοι­μοι να γεμί­σουν τα κύπελ­λα με κρασί.

Ομά­δες από τα αρι­στε­ρά πλη­σιά­ζουν μάλ­λον θορυ­βώ­δι­κα έφιπ­ποι και πεζοί συμπο­σια­στές μετα­φέ­ρο­ντας σκεύη με τη συνει­σφο­ρά τους στην οινο­πο­σία. Στην άλλη άκρια κάποιοι νέοι ακου­μπώ­ντας χαλα­ρά στα δόρα­τα και τις κατα­κό­σμες ασπί­δες τους παρα­κο­λου­θούν τη σκηνή.

ΟΙ ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΑΕΤΟΙ

Ενά­μι­συ αιώ­να μετά, το 168 π.Χ. οι Ρωμαϊ­κοί Αετοί φθά­νουν στη πόλη να μπο­λια­στούν με το ελλη­νι­κό ήθος. Εδώ τώρα εδρεύ­ει ο πραί­το­ρας και για χάρη του η Θ γίνε­ται liberac conditionis.[3]

Σε λίγο αρχί­ζει η Εγνα­τία. Η Via Egnatia περ­νά μέσα από τη Θ η οποία είναι το κέντρο της και γίνε­ται «μητρό­πο­λη» της Μακε­δο­νί­ας όπως θα την ονο­μά­σει ο Στράβων.

Προ­χω­ρά­ει στην αρχαία πόλη και πέφτει πάνω στα Ολύ­μπια, στα Πύθια και στα Καβεί­ρια. Γυρ­νά­ει και βλέ­πει τους Εβραί­ους που εδώ δίπλα του μιλούν την ελλη­νι­κή κι ύστε­ρα σιω­πή για να ακου­στούν οι λόγοι των σοφών ρητό­ρων και των δασκά­λων. Μέσα σ’ αυτό το κλί­μα βλέ­πει και τον Από­στο­λο Παύ­λο το 5ο μ.Χ. στη Θεσ­σα­λο­νί­κη να μιλά­ει στους κατοί­κους της που τους θεω­ρεί «τύπους πάσι τοις πιστεύ­ου­σιν εν τη Μακε­δο­νία και τη Αχαΐα».

Είναι η επο­χή που Θ δέχε­ται την εύνοια των Ρωμαί­ων αυτο­κρα­τό­ρων, γίνε­ται ρωμαϊ­κή colonia. Κατα­φέρ­νο­νται τα επό­με­να χρό­νια να γλι­τώ­σει από 3 δια­δο­χι­κές επι­θέ­σεις Γότ­θων αισθά­νε­ται πιο ασφα­λής όταν ο Γαλέ­ριος στο δεύ­τε­ρο μισό του 3ου αι. μεγα­λώ­νει τη πόλη και χτί­ζει τα ανά­κτο­ρά του, τη Ροτό­ντα, την Καμά­ρα και τον Ιππό­δρο­μο. Τα χρό­νια περ­νούν και ο Θεο­δό­σιος θα σφά­ξει ύπου­λα 7000 Θεσ­σα­λο­νι­κείς μες τον Ιππό­δρο­μο για να ικα­νο­ποι­ή­σει τους Γότ­θους «συμ­μά­χους» του.

ΣΥΝΝΕΦΑ ΠΕΡΑ ΑΠΤΑ ΤΕΙΧΗ

Με το χωρι­σμό της Ρωμαϊ­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας σε Δυτι­κή και Ανα­το­λι­κή η Θ έχει πάλι τη μοί­ρα της συμπρω­τεύ­ου­σας. Σλά­βοι, Ούν­νοι, Αβά­ροι φθά­νουν κάθε τόσο έξω από τα τεί­χη της πόλης. Τα στί­φη των εχθρών συνω­θού­νταν έξω από τα τεί­χη της πόλης, ορμού­σαν καλ­πά­ζο­ντας με τεντω­μέ­να τα τόξα προς την πόλη, στρι­φο­γύ­ρι­ζαν τα τσε­κού­ρια και σφύ­ρι­ζαν τα λάσα. Τα βέλη έσπα­γαν πάνω στα τεί­χη και έμε­ναν οι άγριες κραυ­γές να ανα­κα­τεύ­ο­νται με τους ήχους του αγέ­ρα που έφθα­νε από τη θάλασσα.

Ένα συγκε­χυ­μέ­νο πλή­θος, τυφλω­μέ­νο από τη σκό­νη και μεθυ­σμέ­νο από τα ουρ­λια­χτά στρι­φο­γύ­ρι­ζε με ιλιγ­γιώ­δη ταχύ­τη­τα γύρω από το σώμα της πόλης. Ο ήλιος συνέ­χι­ζε το δρό­μο του στον ουρα­νό αλλά οι μάχες για τη κατά­κτη­ση της πόλης δεν στα­μα­τού­σαν. Από το 450 έχει χτι­σθεί η εκκλη­σία του Αγί­ου Δημη­τρί­ου και τα βιβλία των θαυ­μά­των του Αγί­ου μας μιλούν για αυτές τις επι­δρο­μές. Τα κύμα­τα της ιστο­ρί­ας χτυ­πούν για αυτές τις επι­δρο­μές. Τα κύμα­τα της ιστο­ρί­ας χτυ­πούν και απει­λούν την πόλη όχι μόνο από τη στε­ριά αλλά και από τη θάλασ­σα όπως εκεί­νο ο Σαρα­κη­νός πει­ρα­τής ο Λέο­ντας ο Τρι­πο­λί­της χτυ­πά­ει την πόλη σφά­ζο­ντας για 3 μέρες συνε­χώς και παίρ­νο­ντας 22.000 αιχ­μα­λώ­τους. Οι Νορ­μαν­δοί προ­σβά­λουν κι αυτοί την πόλη το 1185. Παρ’ ότι η Θεσ­σα­λο­νί­κη γνώ­ρι­σε διά­φο­ρους κυρί­αρ­χους Νορ­μαν­δούς, Λατί­νους, Βενε­τούς, Τούρ­κους, όμως δεν έπε­σε ποτέ στα χέρια των γει­το­νι­κών σλα­βι­κών βασι­λεί­ων. Τη συμ­βί­ω­ση ανά­με­σα σ’ αυτούς τους δυο αντί­θε­τους πολι­τι­σμούς την έφε­ραν δύο Θεσ­σα­λο­νι­κείς αδελ­φοί που διέ­δω­σαν το ευαγ­γέ­λιο, ο Κύρι­λος και ο Μεθόδιος.

Οι έρδιες των Ησυ­χα­στών λίγο αργό­τε­ρα μας θυμί­ζουν τη ρήση για πάλη των τάξε­ων μας και διε­ξα­γό­ταν μετα­ξύ των «μέσων» και των λαϊ­κών στρω­μά­των. Τελι­κά ο Καντα­κου­ζη­νός θα εξο­λο­θρεύ­σει τους ζηλωτές.

14ος ΑΙΩΝΑΣ «Ο ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ»

Το 14ο αι. το ανα­γεν­νη­τι­κό πνεύ­μα των Παλαιο­λό­γων εξαί­ρει ιδιαί­τε­ρα το ανθρώ­πι­νο πάθος και η Θ λάμπει στα Βαλ­κά­νια μετα­δί­δο­ντας την οικου­με­νι­κή τέχνη του Βυζαντίου.

Στο τέλος του αιώ­να οι Τούρ­κοι γίνο­νται δύο φορές κύριοι της πόλης αλλά για λίγο. Το 1423 ο διοι­κη­τής της Ανδρό­νι­κος και κάτω από το φόβο των Τούρ­κων την παρα­δί­δει στους Βενε­τούς με όρους.

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗ

Το 1430 μετά από τρι­ή­με­ρη πολιορ­κία οι Τούρ­κοι μπαί­νουν στην πόλη.

Η Θ γίνε­ται σαν­τζά­κι και ο Μου­ράτ ζηλώ­νει χίλια μάρ­μα­ρα από ναούς και μονα­στή­ρια της πόλης για να στρώ­σουν με αυτά το δάπε­δο ενός λου­τρού στην Ανδριανούπολη.

Οι Έλλη­νες όσοι έχουν απο­μεί­νει συγκε­ντρώ­νο­νται σιγά – σιγά γύρω στις ενο­ρια­κές εκκλη­σί­ες. Στον Άγιο Μηνά, στην Αγία Θεο­δώ­ρα, στον Άγιο Νικό­λαο, στην Υπα­πα­ντή, στον Άγιο Αθα­νά­σιο. Οι Τούρ­κοι πιά­νουν τις πιο ωραί­ες συνοι­κί­ες στον Άγιο Δημή­τριο, στο Επτα­πύρ­γιο, στην Αγία Σοφία κ.λπ. ενώ οι Εβραί­οι που στα τέλη του 15ου αι. έρχο­νται κατά κύμα­τα στη Θ μετά το διωγ­μό τους από άλλες χώρες (κυρί­ως από την Ισπα­νία) είναι κυρί­ως συγκε­ντρω­μέ­νοι στη συνοι­κία του λιμανιού.

Αν και η εβραϊ­κή παρου­σία στη Θεσ­σα­λο­νί­κη ανά­γε­ται στην αρχαιό­τη­τα τώρα το εβραϊ­κό στοι­χείο θα απο­τε­λέ­σει πλειο­ψη­φία. Δημιουρ­γεί­ται λοι­πόν το παρά­δο­ξο φαι­νό­με­νο, που δια­τη­ρή­θη­κε μέχρι τον 20ο αι. η πόλη για την οποία ερί­ζουν τα βαλ­κα­νι­κά κρά­τη και οι Τούρ­κοι, να βρί­σκε­ται κάτω από εβραϊ­κή κυριαρ­χία και να μιλά παλιά καστιλλιάνικα.

ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΗ ΠΟΛΗ

Στο δεύ­τε­ρο μισό του 18ου αι. δίπλα στο οργα­νω­μέ­νο εμπό­ριο των Εβραί­ων και των Φρά­γκων μια εμπο­ρι­κή ελλη­νι­κή τάξη αρχί­ζει και ανα­πτύσ­σε­ται μέσα στη Θ.

Μετά τη συν­θή­κη του 1774 του Κιου­τσούκ Καϊ­ναρ­τζή 1774 οι Έλλη­νες ναυ­τι­κοί και έμπο­ροι με την προ­στα­σία της Ρωσί­ας δρα­στη­ριο­ποιού­νται και απο­κτούν οικο­νο­μι­κή ευημερία.

Τότε πολ­λοί Μακε­δό­νες και άλλοι Έλλη­νες από τα βου­νά της Πίν­δου και των Αγρά­φων κατε­βαί­νουν στη Θ. όπου με την πάρο­δο του χρό­νου παίρ­νουν όλο και πιο πολύ στα χέρια τους το εμπό­ριο της πόλης.

ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Η Θ. δεν έχει πίσω πλευ­ρά λόγω θέσης είναι μια εξω­στρε­φής περί­βλε­πτη πόλη. Για τον Ευρω­παίο ταξι­διώ­τη στα τέλη του 19ου αι. που έφθα­νε στη πόλη από τη θάλασ­σα και βλέ­πο­ντάς την με τα άσπρα σπί­τια που έφθα­ναν μέχρι τη θάλασ­σα, τα κυπα­ρίσ­σια και τους μινα­ρέ­δες θύμι­ζε μια οθω­μα­νι­κή πόλη. Στο εσω­τε­ρι­κό των τει­χών, η θεά «των βρώ­μι­κων και στε­νών δρό­μων, που σύμ­φω­να με έναν οδη­γό του 1873, εμπο­δί­ζουν τον εξα­ε­ρι­σμό των σπι­τιών, τα οποία είναι φτω­χι­κές ξύλι­νες κατα­σκευ­ές τα περισσότερα».

…Χάνο­μαι προ­σπα­θώ­ντας να βρω λύση σ’ αυτό το λαβύ­ριν­θο από μικρά, στε­νά, δρο­μά­κια που συχνά κατα­λή­γουν σε αδιέ­ξο­δα. Όπως τις παλιές βυζα­ντι­νές πόλεις, τα σπί­τια προ­ε­ξεί­χαν πάνω από το λιθό­στρω­το, εμπο­δί­ζο­ντας έτσι τη θέα και τον εξα­ε­ρι­σμό. Οι δρό­μοι ξετυ­λί­γο­νται σαν φίδια μπρο­στά μου και δια­κλα­δώ­νο­νται πολύ συχνά με άλλου μικρό­τε­ρους σαν τις πόλεις της Ανα­το­λής. Κάτω από τα τεί­χη πέφτω στο Χαλι­τζα­τζι­λάρ παζάρ, την αγο­ρά των ταπη­τουρ­γών και μετά στην αγο­ρά των υπο­δη­μά­των. Τα ραφτά­δι­κα, τα καπε­λά­δι­κα και τα τακιέ (φεσο­ποιών) μαθαί­νω ότι είναι πιο πάνω σ’ άλλους οδούς. Οι αγο­ρές και τα μπεζεστένια[4] θυμί­ζουν το θόρυ­βο και τη ζωή της Ανα­το­λής. Κατη­φο­ρί­ζω στο λιμά­νι, πλοία στη προ­κυ­μαία μένουν ακί­νη­τα. Τελω­νεια­κοί και ζυγι­στές ελέγ­χουν με εκπαι­δευ­μέ­νο μάτι τα χαρ­τιά, ο κόσμος μυρ­μη­γκιά­ζει τρέ­χο­ντας πάνω – κάτω καπε­τα­ναί­οι μάγει­ροι, μηχα­νι­κοί. Στο βάθος ακού­γε­ται η μπου­ρού. Περ­νώ δίπλα από τις απο­θή­κες και τα ντα­νια­σμέ­να εμπο­ρεύ­μα­τα. Βαμ­βά­κι, καπνός, σιτη­ρά,. Εγγλέ­ζι­κα υφά­σμα­τα, καφές, ζάχα­ρη και λου­λά­κι. Οι πιο πολ­λοί γύρω μου είναι Αρμέ­νη­δες. Μπαί­νω στο πρώ­το καφε­νείο για μια πατρί­δα τάβλι και ένα ποτή­ρι ρακή. Παραγ­γέλ­νω κι άλλη ρακή κι άλλη…. κι άλλη.

ΦΩΤΙΕΣΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ

Τον είχε πάρει για τα καλά ο ύπνος. Είδε όνει­ρα πολ­λά και εφιάλ­τες. Είδε πρώ­τα απ’ όλα δύο μεγά­λες φωτιές να καί­νε την πόλη, ονει­ρεύ­τη­κε κόκ­κι­νες σημαί­ες, λάβα­ρα και μου­σι­κή και μετά πάλι μπρο­στά στο Κονά­κι ένα πλή­θος (πολ­λά κεφά­λια με φέσια), σημαί­ες, μπά­ντες, μπαλ­κό­νια ξέχει­λα από κόσμο.

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Όταν ξύπνη­σε ήταν μια μέρα βρο­χε­ρή, μια δοξο­λο­γία έφθα­νε στ’ αυτιά από τον Άγιο Μηνά, ο ενθου­σια­σμός ανα­κα­τευό­ταν με τους ήχους της βρο­χής και τους καλ­πα­σμούς των αλό­γων. Ήταν Κυρια­κή 10 Νοεμ­βρί­ου 1912. Η Θεσ­σα­λο­νί­κη είναι ελληνική.

Κι ύστε­ρα σαν βου­βό σινε­μά ο Βενι­ζέ­λος με τη προ­σω­ρι­νή κυβέρ­νη­ση στη Θ, η άφι­ξη των προ­σφύ­γων από τη Μικρά Ασία, το Πόντο, τον Καύ­κα­σο, και το Νότο της Ρωσί­ας. Η Γερ­μα­νι­κή κατο­χή. Η μετα­φο­ρά των Εβραί­ων στα στρα­τό­πε­δα συγκε­ντρώ­σε­ως του Auschwitz, του Birkenau και του Bergen – Belsen. Ο ΕΛΑΣ μπαί­νει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ο σει­σμός και τα γενέ­θλια τα 2300 χρό­νων το 1985. 1997, Πολι­τι­στι­κή πρω­τεύ­ου­σα Καλο­καί­ρι του 1997 καί­γε­ται το περια­στι­κό δάσος Σέιχ Σου.

ΣΗΚΩ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΔΩΣΕ ΡΕΥΜΑ

Σε μια Ευρώ­πη που χάνει την ψυχή της, τη νιό­τη της, τα κινή­μα­τά της, την κουλ­τού­ρα της μερι­κές πόλεις γιορ­τά­ζουν πολι­τι­στι­κά επι­μέ­νο­ντας να θυμί­ζουν τη δική μας κοι­νό­τη­τα, τη δική μας μοίρα.

Τα λαμπιό­νια έχουν ανά­ψει στην Αρι­στο­τέ­λους για μια ακό­μη εκδή­λω­ση, έχει πιά­σει να φυσά­ει και κάποιος ηλι­κιω­μέ­νος με σκου­ντά­ει μουρ­μου­ρί­ζο­ντας κάτι για τη Βαρ­δα­ρού­πο­λη. Οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς φίλοι μου κάτι μουρ­μου­ρί­ζουν και αυτοί για την Πολι­τι­στι­κή. Όμως αυτή η πόλη σε μαγεύ­ει. Είναι ερω­τι­κή. Δεν μπο­ρεί να ξεφύ­γει τον αισθη­σια­σμό που κυριαρ­χεί παντού.

Η Θ. πλέ­ον μετά το τρά­βηγ­μα της μετα­πο­λε­μι­κής κουρ­τί­νας ανα­κα­λύ­πτει τον εαυ­τό της, την ιστο­ρία της και το ξεχα­σμέ­νο ρόλο της στα Βαλ­κά­νια. Όμως ο ρόλος κάθε λαού και κάθε πόλη που είναι προορισμένος‑η –να ηγε­μο­νεύ­σει δεν είναι προ­κα­θο­ρι­σμέ­νος από τη γεω­γρα­φία (αν και η Θ ευνο­εί­ται απ’ αυτή) παί­ζε­ται και κατα­χτιέ­ται από τον ίδιο‑α. Οι μεγά­λες ιστο­ρι­κές ευκαι­ρί­ες είναι και μεγά­λοι ιστο­ρι­κοί κίνδυνοι.

Υ.Γ. Τα τηλέ­φω­να στην εφη­με­ρί­δα ηχούν τρε­λά. Το άρθρο για τη Θ έπρε­πε να είχε παρα­δο­θεί εδώ και ώρα ώσπου το μάτι έπε­σε σ’ ένα επι­πλέ­ο­ντα στί­χο του Ασλά­νο­γλου στο «Ταμά­ριξ» που μου είχε δώσει στη Θ με αφιέ­ρω­μα στα «Βιο­γρα­φι­κά Λιμέ­νος». Η φρά­ση «τα φορ­τω­μέ­να καρά­βια του που κοι­μού­νται». Η προ­κυ­μαία πλάι στο Λευ­κό Πύρ­γο που περ­πα­τή­σα­με, οι χώροι, οι δρό­μοι, οι σιω­πη­λοί γερα­νοί και άνθρω­ποι που ζουν το λιμά­νι κάθε μέρα ή έχουν αφή­σει στις προ­βλή­τες του κομ­μά­τια και θρύ­ψα­λα από την καρ­διά τους. Γυρ­νώ σε μια δικιά μου ημε­ρο­λο­για­κή σελί­δα «Θεσ­σα­λο­νί­κη, Τότης 15/4/97.

Στην παρα­λία του Λευ­κού Πύρ­γου. Η θάλασ­σα λάδι. Ένας λαμνο­κό­πος αφή­νει μια γραμ­μή πίσω του. Μερι­κά καρά­βια ξεχα­σμέ­να στο Θερ­μαϊ­κό. Ανα­πο­λώ τα περα­σμέ­να. Αγω­νιώ για τα μελ­λού­με­να. Δεν ξέρω μα νιώ­θω εθι­σμέ­νος μαζί σου. Έξη;

Σε αγα­πώ. Όπως σε γνώ­ρι­σα, όπως λίγο σε έζη­σα, όπως σε φαντά­στη­κα, όπως σε ήπια, όπως, όπως… όπως».

Μου λεί­πει το αφιέ­ρω­μα του ΠΑΝΟΣ για τον Ασλά­νο­γλου. Το άφη­σα στην Αθή­να. Χθες ο Λ. Παπα­δό­που­λος στην καθη­με­ρι­νή του στή­λη στα «ΝΕΑ» μίλα­γε γι’ αυτό. Χρειά­ζο­νται όμως χορη­γί­ες για να ζήσουν αυτές οι προ­σπά­θειες κατέληγε».

Θεσ­σα­λο­νί­κη. Η παρα­λία, ο ήλιος, ο Λευ­κός Πύρ­γος, η πόλη που όσο πάει ξυπνάει.

[1] σαχνι­σί: μπαλ­κό­νι σκε­πα­στό (τουρκ. sahnishin), προ­ε­ξο­χή του επά­νω ορό­φου προς το δρόμο.
[2] Το χαρα­κτη­ρι­στι­κό κάλυμ­μα της κεφα­λής, η γνω­στή μακε­δο­νι­κή «καυ­σία».
[3] Ελεύ­θε­ρη πόλη.
[4] Αγο­ρά εξω­τι­κών προϊόντων. 

- Δια­φή­μι­ση -

- Διαφήμιση -

- Δια­φή­μι­ση -

- Δια­φή­μι­ση -

You might also like
Leave A Reply

Your email address will not be published.