Σε αντίθεση με άλλους οικισμούς στην περιοχή της Πελοποννήσου οι οποίοι παρήκμασαν από τον 7ο αιώνα και μετά — μια περίοδος γνωστή ως σκοτεινοί χρόνοι — η Μονεμβασιά λόγω της θέσης πάνω σε σημαντικούς θαλάσσιους δρόμους, όπως αυτός που τη συνέδεε με τη Σικελία, αναπτύχθηκε σε εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Στην Κάτω Πόλη βρέθηκε χάλκινο νόμισμα κομμένο στη Σικελία του Φιλιππικού Βαρδάνη. Η παλαιότερη γνωστή μνεία στη Μονεμβασία χρονολογείται από την τρίτη δεκαετία του 8ου αιώνα, και γίνεται από τον προσκυνητή Βιλιβάλδο, ο οποίος ταξίδευσε από τη Σικελίαστους Άγιους Τόπους με ενδιάμεση στάση στη Μονεμβασιά. Η Μονεμβασιά αναφέρεται επίσης από τον Θεοφάνη Ομολογητή, ο οποίος περιγράφει την άφιξη της πανούκλας στο Βυζάντιο το 746–747.
Η καίρια θέση της Μονεμβασιάς στο θαλάσσιο δρόμο προς την ανατολική Μεσόγειο υπήρξε στόχος πειρατικών επιδρομών στους επόμενους αιώνες, καθώς και επιδρομών ηγεμόνων της Δύσης. Οι επιδρομές Αράβων αρχίζουν τον 9ο αιώνα και μετά την εγκατάστασή τους στην Κρήτη, οι επιδρομές πολλαπλασιάζονται. Μια τέτοια επιδρομή αναφέρεται στις λεγόμενες Ψυχωφελείς Αφηγήσεις του επισκόπου Παύλου Μονεμβασιάς, οι οποίες γράφηκαν τον 10ο αιώνα και σώζονται μόνο σε αραβική μετάφραση. Σε μια από αυτές αναφέρεται ότι οι Άραβες επιτέθηκαν στο φρούριο των Βουκόλων, το οποίο έχει ταυτιστεί με τη Μονεμβασιά. Νωρίτερα στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ότι στην πόλη είχαν ξεβραστεί τα λείψανα των αγίων της Βαρκελώνης, του επισκόπου Βαλέριου, της Ευλαλίας, του Βικέντιου και άλλων. Οι κάτοικοι περισυνέλεξαν τις σαρκοφάγους που τα περιείχαν και κατασκεύασαν μια εκκλησία πάνω στον απόκρημνο λόφο. Αργότερα, μετά την επιδρόμη, αναφέρεται ότι επί αυτοκρατόρων Λέοντος και Αλεξάνδρου, το εκκλησάκι εντοπίστηκε και τα λείψανα μεταφέρθηκαν στο παρεκκλήσι της Αγίας Ειρήνης, δίπλα στο ναό της Αγίας Αναστασίας (σήμερα είναι αφιερωμένος στον Χριστό Ελκόμενο). Στις αρχές του 10ου αιώνα, η εκκλησιαστική έδρα της Μονεμβασιάς μεταφέρθηκε από την δικαιοδοσία της εκκλησίας της Ρώμης στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, όπου υποβαθμίστηκε σε επισκοπή της Κορίνθου.] Παρόλα αυτά, η Μονεμβασιά συνέχισε να αναπτύσσεται, ενώ παράλληλα διατηρούσε προνόμια, ανάμεσα στα οποία ήταν και η αυτοδιοίκηση.
Κατά τη διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα, η Μονεμβασιά γνώρισε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη. Εκείνη την περίοδο, ο οικισμός εξαπλώθηκε σε όλο το βράχο και όχι μόνο στην αθέατα πλευρά του και σε ανοικοδομήθηκαν σημαντικά μνημεία, όπως ο ναός της αγίας Σοφίας (αρχικά αφιερωμένο στην Παναγία Οδηγήτρια) στην πάνω πόλη και ο ναός του Ελκόμενου Χριστού, ο οποίος ανακατασκευάστηκε εκείνη την περίοδο, πιθανόν λόγω της τοποθέτησης της εικόνας του Χριστού Ελκόμενου στο ναό.Την εποχή των Κομνηνών, η Μονεμβασία είχε εξελιχθεί σε φύλακα της δυτικής εισόδου του Αιγαίου.Το 1147 πλοία του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β’ προσπάθησαν να την καταλάβουν χωρίς επιτυχία και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες. Ο άρχων της Μονεμβασιάς κατά τη διάρκεια της επίθεσης Θεόδωρος Μαυροζώμης στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην αυτοκρατορική αυλή και μετά τη Μάχη του Μυριοκέφαλου ετέθη επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας του στρατού και εν συνέχεια του δόθηκε το αξίωμα του μεσάζοντα. Σύμφωνα με μία άποψη, ο Μανουήλ Μαυροζώμης ήταν γιος του Θεόδωρου.[16] Επίσης, Μονεμβασιώτες είχαν αναλάβει τη διοίκηση των Κυθήρων, αρχικά ο Γεώργιος Παχής και ύστερα οι Ευδαιμογιάννηδες, οι οποίοι διοικούσαν το νησί μέχρι το 1204.
Οι Λατίνοι πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Μονεμβασιά το 1222. Το 1252, ύστερα από πολιορκία τριών χρόνων, ο γιος του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου Γουλιέλμος Β’, πρίγκιπας της Αχαΐας, κατέλαβε τη Μονεμβασία, Όσοι κάτοικοι της Μονεμβασιάς δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν στην υπό λατινική κατοχή πόλη αναχώρησαν για τις Πηγές στη Βιθυνία, οι οποίες απέκτησαν τα ίδια εμπορικά προνόμια με τη Μονεμβασιά. Η ίδια η Μονεμβασία διατήρησε τα προνόμια που είχε, με μόνη υποχρέωση της αγγαρεία στα καράβια, και έγινε έδρα Λατίνου επισκόπου. Η απώλεια της υπήρξε σοβαρό πλήγμα για τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, καθώς ανέτρεπε τα σχέδιά του για την ανάκτηση των εδαφών που είχαν περιέλθει στους Φράγκους.
Όταν ο Γουλιέλμος αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς στη μάχη της Πελαγονίας το 1259 και αρνήθηκε να παραχωρήσει τις κτήσεις του στην Πελοπόννησο με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του, ο Μιχαήλ τον κράτησε αιχμάλωτο μέχρι το 1262, οπότε δέχθηκε να παραδώσει στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασιάς, του Μυστρά, της Μαΐνης και του Γερακίου. Ο Μιχαήλ τον τίμησε με τον τίτλο του μεγάλου δομεστίκου, σύμβολο υποτέλειας στην αυτοκρατορία. Η Μονεμβασία ορίστηκε έδρα Βυζαντινού στρατηγού και έδρα Ορθόδοξου μητροπολίτη, ενώ παράλληλα παραχωρήθηκαν στους κατοίκους σημαντικά προνόμια, που ανανεώθηκαν και διευρύνθηκαν από τον Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο (1282–1328). Η ακμή της πόλης υπήρξε ραγδαία: εκτός από την αύξηση του πληθυσμού, που κύρια επίδοσή του ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία, δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για την πνευματική και εκκλησιαστική ανάπτυξη, σε βαθμό που η ως το 1460 περίοδος να θεωρείται «χρυσή εποχή» της πόλης. Την ειρηνική ζωή της Μονεμβασίας κατά τον 14ο και το α’ μισό του 15ου αιώνα τάραξαν πειρατικές επιδρομές και εσωτερικές συγκρούσεις, που δεν επηρέασαν εν τούτοις την ιστορική της πορεία στα πλαίσια του δεσποτάτου του Μορέως.
Βρείτε μας και στη σελίδα μας στο Facebook: