Γιατί δεν πείθει η σύγχρονη «σοσιαλδημοκρατία»
Η σοσιαλδημοκρατία δεν πείθει σήμερα γιατί αποκαλύφθηκαν οι μεγάλες αυταπάτες που καλλιεργούσε.
Του Βασίλη Τακτικού
Η σοσιαλδημοκρατία δεν πείθει σήμερα γιατί αποκαλύφθηκαν οι μεγάλες αυταπάτες που καλλιεργούσε. Πρώτον: Ενώ ξεκίνησε από την κοινωνική βάση «πούλησε» τις αξίες της και την ψυχή της στο αξίωμα «εξουσία για την εξουσία».
Δεύτερον: είχε την αυταπάτη του Κολόμβου που ανακάλυψε την Αμερική και νόμισε ότι βρισκόταν στις δυτικές Ινδίες. Υπηρέτησε ένα κράμα κρατικού Καπιταλισμού και Καπιταλισμού της αγοράς και νόμιζε ότι έκανε σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Τρίτον: Διακήρυσσε πάντα ότι θα μειώσει τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες φορολογώντας τους πλούσιους, χωρίς όμως να τους αφαιρεί την οικονομική εξουσία. Συνεπώς απέτυχε και σ΄αυτό το επίπεδο.
Θα πουν πολλοί ότι αντίθετα ο ρεαλισμός στην πολιτική για κατακτήσει ένα κόμμα την εξουσία είναι προσαρμόζεται σύμφωνα με το ρεύμα. Βραχυπρόθεσμα ίσως συμφέρει να θολώνεις τα νερά. Μακροπρόθεσμα όμως αυτό κοστίζει στην ιδεολογική αξιοπιστία και καταλήγει ανυποληψία. Κι αυτό το τίμημα πληρώνει σήμερα ο χώρος.
Σε μια εποχή που παρεμβατικό Κράτος επανέρχεται με γενναία προγράμματα στήριξης της οικονομίας στην Ε.Ε και Αμερική, η σοσιαλδημοκρατία που πρώτη εφάρμοσε το κενσυανισμό και το κράτος πρόνοιας, κατά την ένδοξη τριαντακοετία μετά τον πόλεμο συρρικνώνεται. Και δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα και άλλες περιφερειακές χώρες της Ε.Ε, αλλά στον κεντρικό πυρήνα της Ευρώπης Γερμανία, Γαλλία και Αγγλία που έχουν την μεγαλύτερη σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Η σοσιαλδημοκρατία από πρώτη πολιτική δύναμη έχει πέσει στην Τρίτη θέση καθώς, τόσο στη Γερμανία, όσο και στη Γαλλία, οι Πράσινοι έχουν περάσει στη δεύτερη θέση. Ως εκ τούτου είναι αμφίβολο αν μπορεί να συγκεντρώσει δυνάμεις να συγκυβερνήσει με τους Πράσινους. Αυτό είναι και το κεντρικό ζήτημα που απασχολεί ολόκληρη την κεντροαριστερά στην Ευρώπη αλλά και τη νέα Αριστερά που αναζητεί «προοδευτικές» συμμαχίες με προοπτική διακυβέρνησης. To ίδιο ζήτημα απασχολεί το ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Είναι προφανές λοιπόν ότι αν συνεχίσει να συρρικνώνεται εκλογικά τότε, από την άλλη πλευρά η κεντροδεξιά δεν πρόκειται να απειληθεί να χάσει την εξουσία στο άμεσο μέλλον.
Για το ΚΙΝΑΛ στο οποίο στεγάζονται ορισμένοι σοσιαλδημοκράτες μαζί με περισσότερους εναπομείναντες κεντρώους, αυτή η συζήτηση είναι ένα υπαρξιακό θέμα του χώρου. Μια αναζήτηση προκειμένου να αυτοπροσδιοριστεί στη νέα συγκυρία καθώς χρειάζεται επειγόντως ένα ιδεολογικό αφήγημα για να διαφοροποιηθεί σε σχέση με τη κεντροδεξιά του Μητσοτάκη, που εφαρμόζει λόγω συγκυρίας της υγειονομικής κρίσης και διεθνούς κλίματος, νεοκενσυανές πολιτικές με αυξημένες κρατικές δαπάνες.
Προς επίρρωση των παραπάνω εκτίμησης είναι ότι, δημοσκοπικά το 85% των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ αποδέχεται τις σημερινές κυβερνητικές επιλογές της Κυβέρνησης Μητσοτάκη κι αυτό δημιουργεί αμηχανία στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Πολύ μικρότερο είναι το ποσοστό που προκρίνει μια συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως είναι δύσκολη η θέση απέναντι στην κετροδεξιά όταν αυτή σε διαχειριστικό επίπεδο υιοθετεί συνταγές νεοκενσυανισμού που ήδη εφαρμόζεται από πολλές κεντροδεξιές κυβερνήσεις στην Ευρώπη. Όσο λοιπόν το ΚΙΝΑΛ αυτό που κάνει είναι πλειοδοτεί σ΄αυτές τις συνταγές δεν φαίνεται στην κοινωνία η ιδεολογική διαφορά.
Βέβαια, η σοσιαλδημοκρατία γενικώς παρουσιάζει ως μόνιμη διαφοροποίηση την πρόθεση όταν έλθει στην εξουσία ότι θα τροφοδοτήσει το κοινωνικό κράτος, με αύξηση της φορολογίας στους πλούσιους, κάτι που στο πρόσφατο παρελθόν δοκίμασε και δεν μπόρεσε να πετύχει. Αντίθετα, το μεγάλο κεφάλαιο παρέμεινε σχεδόν αφορολόγητο καθώς και οι κεντροαριστερές Κυβερνήσεις υπέκυψαν στο δόγμα της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» και αυτό έχει καταγραφεί στην ιστορία και σήμερα την ακολουθεί.
Ας μη ξεχνάμε ότι ο δόγμα της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» συνυπέγραψε η κεντροαριστερά, Ο Μπίλ Κλίντον, ο Τονυ Μπλέρ, και Σρέντερ και τα εφάρμοσαν παντού καθώς και ο Σημίτης στην Ελλάδα ως εκσυγχρονιστική πολιτική. Στην ουσία πρόκειται για μια παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας τα τελευταία 40 χρόνια στον φονταμενταλισμό της αγοράς. Μια παράδοση που συγκρούεται με την απώτερη παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας. Η κύρια έμφαση της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» ήταν στη σημασία της μακροοικονομικής σταθερότητας, και προστασίας του Κεφαλαίου από τον πληθωρισμό ταυτόχρονα με τον περιορισμό του κράτους να παρεμβαίνει ευνοϊκά υπερ των δυνάμεων της εργασίας.
Πρόκειται, για την πεμπτουσία των συστάσεων που ορίστηκαν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και άλλους φορείς δανεισμού. Στόχος βέβαια ήταν η απελευθέρωση των άμεσων ξένων επενδύσεων. Ιδιωτικοποίηση κρατικών υποδομών και δημόσιων αγαθών. Η απελευθέρωση του εμπορίου. Η διασφάλιση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
Έχοντας, υποκύψει η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει μόνο μια παράδοση Κενσυανισμού αλλά και μια πρόσφατη παράδοση πλήρους παράδοσης στο νεοφιλευθερισμό που δεν μπορεί εύκολα πλέον να αποτινάξει εκφράζοντας απλώς κοινωνική ευαισθησία για το κοινωνικό κράτος. Τα στελέχη της επίσης δεν εκπαιδεύονται μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες αλλά μέσα από διοικητικές θέσεις τραπεζών, μεγάλων εταιρειών και διεθνείς οργανισμούς και πανεπιστήμια που ελέγχονται ακόμη από την οικονομική ολιγαρχία της αγοράς.
Τέλος το παιγνίδι της πολιτικής επικοινωνίας δεν γίνεται μέσα από ένα «κόμμα θεσμό» της πολιτικής που ήταν παλιά η σοσιαλδημοκρατία αλλά παίζεται μέσα από τα συστημικά μέσα μαζικής επικοινωνίας της αγοράς που ελέγχονται από ιδιωτικές εταιρείες και συμφέροντα. Να λοιπόν ο πρώτος βασικός λόγος που δεν πείθει σήμερα η Σοσιαλδημοκρατία.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι έχει καταρρεύσει ο μύθος του κρατικού καπιταλισμού πρώτα βέβαια μέσα από τη την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και μετά από την ιδεολογική παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελευθερισμό.
Η σοσιαλδημοκρατία είχε την αυταπάτη του Κολόμβου, που ανακάλυψε την Αμερική και νόμισε ότι βρισκόταν στις δυτικές Ινδίες. Υπηρέτησε ένα κράμα κρατικού Καπιταλισμού και Καπιταλισμού της αγοράς και νόμιζε ότι έκανε σοσιαλισμό.
Σήμερα η αυταπάτη αυτή έχει ξεπεραστεί από τις συνέπειες της οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, την αδυναμία εθνικού κρατικού παρεμβατισμού αλλά και το παράδειγμα της Κίνας που είναι μια άλλη μορφή κρατικού καπιταλισμού.
Η απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου, η κατάργηση των δασμών στις εισαγωγές και νομισματική ενοποίηση της Ε.Ε έχει σφραγίσει το τέλος του εθνικού παρεμβατισμού.
Αυτοί που στην Ελλάδα λένε ακόμη να γυρίσουμε στο ένδοξο παρελθόν του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, δεν έχουν αντιληφθεί ότι αυτή προοδευτική πολιτική για την εποχή του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν κάτι παραπάνω από εκδημοκρατισμός και οικονομικός κενσυανισμός που σήμερα έχει ξεπεραστεί.
Ο τρίτος λόγος που η σοσιαλδημοκρατία δεν πείθει είναι ότι, ενώ διακηρύσσει πάντα ότι θα μειώσει τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες φορολογώντας τους πλούσιους, η διεθνής πραγματικότητα την διαψεύδει καθώς οι ανισότητες σήμερα διογκώνονται όλο και πιο πολύ.
Ο κενσυανισμός ως αντίπαλο δέος μπορεί σήμερα να εφαρμοστεί μόνο για βραχύ διάστημα , σε ευρύτερες ενώσεις κρατών όπως είναι η Ε.Ε. όπως εφαρμόζεται τώρα λόγω πανδημίας. Η επιθυμία για παγκόσμια πολιτική φορολογίας του μεγάλου Κεφαλαίου όπως προτείνεται στο σπουδαίο βιβλίο του Τομας Πικεττί το «Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» και από πολλούς σύγχρονες σοσιαλδημοκράτες δεν μεταφράζεται σε πολιτικά αποτελέσματα.
Ο περιορισμός των φορολογικών παραδείσων όπως αποφασίστηκε πρόσφατα από τους G7 και επικυρώθηκε από τους G20 δεν μπορεί να φέρει σημαντικά αποτελέσματα. Τα 100 δις που θα εξασφαλιστούν από αυτή την ενέργεια σε όλο τον κόσμο, είναι μια ασήμαντη ποσότητα για το παγκόσμιο πρόβλημα του δημόσιου χρέους.
Το μεγάλο κεφάλαιο παραμένει ασύλληπτο φορολογικά όχι μόνο από τους φορολογικούς παραδείσους αλλά από την ικανότητά του να διαφεύγει της φορολογίας, επενδύοντας τα κέρδη σε άλλες αξίες όπως είναι η γη και τα ακίνητα καλή ώρα όπως η επένδυση στο Ελληνικό και κάθε είδους καζίνα, στην οικονομία Cazino. Αυτά στη συνέχεια μπορεί να τα κάνει μετοχές που διευκολύνουν τις αγοροπωλησίες με ελάχιστους φόρους.
Σε αυτά τα ζητήματα ιδεολογικής κατεύθυνσης που θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί η σοσιαλδημοκρατία από την κεντροδεξιά δεν διαφοροποιείται. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ασφαλώς διαφοροποιείται έχουν μείνει στη λογική ότι θα φορολογήσουμε τους πλούσιους που πολλές φορές παρουσιάζονται όπως ο Τράμπ χωρίς κέρδη.
Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας ύστερα από αυτές τις επισημάνσεις. Υπάρχει ελπίδα για το μέλλον;
Κατά την αποψή μας υπάρχει εάν η σοσιαλδημοκρατία ξεφύγει από τον εναγκαλισμό του κράτους και της αγοράς και γυρίσει πίσω από εκεί που ξεκίνησε πριν ενάμισι αιώνα, στην κοινωνία και τις νέες συλλογικότητες που διαμορφώνονται. Αν αποκτήσει πολιτική για την κοινωνική οικονομία και το συνεργατισμό που είναι το πρόταγμα του 21ου αιώνα. Αν διαμορφώσει νέο ιστορικό κοινωνικό υποκείμενο πέρα από το παλιό διαχωρισμό εργοδότες και συνδικάτα. Ένα υποκείμενο που θα εκφράζει τη συμμετοχική δημοκρατία και την συμμετοχική οικονομία.
Για αυτό όμως το πρόταγμα θα μιλήσουμε στο επόμενο άρθρο.