- Διαφήμιση -

Χάρης Πλουμίδης: ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ

 

Τιμη­τι­κή Ημερίδα.

Χάρης Πλου­μί­δης: ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ

 

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

(αίθου­σα 209)

ΧΑΡΗΣ ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ
«Πίσω Από Το Τζάμι»

 

Προ­σφώ­νη­ση στην Τιμη­τι­κή Ημερίδα

Oμι­λη­τής : Μπά­μπης Στέρτσος

Κυρί­ες και Κύριοι
Αγα­πη­τοί Φίλοι και Φίλες

Εκ μέρους της οργα­νω­τι­κής επι­τρο­πής του Τμή­μα­τος Κοι­νω­νιο­λο­γί­ας του Παντεί­ου Πανε­πι­στη­μί­ου, του Συλ­λό­γου Ελλή­νων Κοι­νω­νιο­λό­γων και της Πανελ­λή­νιας Δια­πα­νε­πι­στη­μια­κής Εφη­με­ρί­δας ””Φοι­τη­τι­κή ΕΠΙ­κοι­νω­νία””, σας καλω­σο­ρί­ζω εδώ, στο Πάντειο Πανε­πι­στή­μιο, στην σημε­ρι­νή συνά­ντη­σή μας για να τιμή­σου­με τον Χάρη Πλου­μί­δη, τον Έλλη­να Θεα­τράν­θρω­πο και το θεα­τρι­κό βιβλίο του «ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ», που τόσο ανέλ­πι­στα ανέ­τει­λε στον λογο­τε­χνι­κό ορί­ζο­ντα και τάρα­ξε τα λιμνά­ζο­ντα νερά της θεα­τρι­κής συγ­γρα­φι­κής παρα­γω­γής που σε παγκό­σμιο επί­πε­δο περ­νά­ει μεγά­λη κρίση.
Θα ήθε­λα να πω δυο λόγια πριν σας παρου­σιά­σω τους εκλε­κτούς μας καλε­σμέ­νους. Δεν θα κατα­χρα­στώ τον πολύ­τι­μο χρό­νο σας.
Η νέα αυτή πρό­τα­ση παρα­στα­τι­κού λόγου, έτσι όπως αρθρώ­νε­ται μέσα από το θεα­τρι­κό έργο του Χάρη Πλου­μί­δη, την «ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ», σημα­το­δο­τεί μια νέα επο­χή για το θέα­τρο που ξεπέ­ρα­σε τα Ελλη­νι­κά σύνο­ρα και ανή­κει πλέ­ον στην μεγά­λη οικο­γέ­νεια του παγκό­σμιου πρω­το­πο­ρια­κού θεάτρου.
Η «ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ» ανοί­γει νέους δρό­μους στην σύγ­χρο­νη δρα­μα­τουρ­γία που τόσο υπέ­ρο­χα τάχθη­κε και υπη­ρε­τεί ο θεα­τράν­θρω­πος που τιμού­με σήμε­ρα και που θα μας μιλή­σουν για το έργο του εκτε­νέ­στε­ρα οι άλλοι εκλε­κτοί μας καλε­σμέ­νοι που είναι ειδι­κοί και που μας τιμούν με την παρου­σία τους. Είναι σίγου­ρο ότι το «ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ» ξεκι­νά τον μακρύ του δρό­μο μέσα στον χρό­νο από εδώ, την Ελλά­δα, τον τόπο που το γέν­νη­σε, για­τί μόνο Ελλη­νι­κό θα μπο­ρού­σε να γεν­νη­θεί αυτό το είδος θεά­τρου της από­λυ­της ανα­τρε­πτι­κής εσω­τε­ρι­κής αισθη­τι­κής, της ανε­κλά­λη­της σιω­πής που ουρ­λιά­ζει, της ανε­λέ­η­της οδύ­νης τού ””Βαθύ­τε­ρου Συγ­γε­νή”” και του άκρα­του ερω­τι­σμού τού λαβω­μέ­νου ζώου που οι κραυ­γές του, που είναι οι κραυ­γές της βαθύ­τε­ρης ύπαρ­ξης του καθέ­να από εμάς, ανα­ζη­τούν στον ίδιο χώρο τις οδύ­νες που γέν­νη­σε πριν 2.500 χρό­νια κάτω από τον αττι­κό ουρα­νό ο τρα­γι­κός λόγος του Αισχύ­λου, του Σοφο­κλή, του Ευρι­πί­δη.
Πιστεύ­ου­με ότι θα έχου­με την χαρά να παρου­σιά­σου­με στο μέλ­λον και τα άλλα δύο έργα που αυτή την περί­ο­δο ολο­κλη­ρώ­νει ο Έλλη­νας Συγ­γρα­φέ­ας, την «Τρι­λο­γία Της Ορεστειάδας»
Ο Χάρης Πλου­μί­δης γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να, στα Πετρά­λω­να και έζη­σε μέχρι τα εφη­βι­κά του χρό­νια πηγαί­νο­ντας στο Λύκειο στο Λαύ­ριο, την πόλη που δεν εγκα­τέ­λει­ψε ποτέ, την πόλη του. Τελεί­ω­σε το Ναυ­τι­κό Λύκειο ””ΝΗΡΕΥΣ”” στον Πει­ραιά. Είναι από­φοι­τος της Σχο­λής Θεά­τρου Τέχνης του μεγά­λου δασκα­λου του Νεο­ελ­λη­νι­κού Θεά­τρου, του Κάρο­λου Κουν. Συνέ­χι­σε τις θεα­τρι­κές του σπου­δές με υπο­τρο­φία στο «LABORATORIUM GROTOFSKI» στο Βρό­τσλαβ της Πολω­νί­ας. Είναι δημιουρ­γός της Πρώ­της Αυτό­νο­μης Θεα­τρι­κής Κίνη­σης όπου, ως γνω­στόν κινη­το­ποί­η­σε ολό­κλη­ρη την πόλη του Λαυ­ρί­ου δημιουρ­γώ­ντας μια μονα­δι­κή θεα­τρι­κή ομά­δα που όμοια της δεν προ­ϋ­πήρ­ξε ποτέ και που­θε­νά. Μια θεα­τρι­κή ομά­δα που εκπρο­σω­πού­σε όλη την πόλη με μεγά­λη επι­τυ­χία συμ­με­τέ­χο­ντας ο Δήμαρ­χος Λαυ­ρί­ου, ο Αντι­δή­μαρ­χος, εργά­τες, νοι­κο­κυ­ρές, φοι­τη­τες, επι­στή­μο­νες, άνερ­γοι, φυγά­δες από το Στρα­τό­πε­δο Λαυ­ρί­ου κ.ά
Έχει προ­σκλη­θεί επί­ση­μα να εκπρο­σω­πή­σει την Ελλά­δα στο Διε­θνές Φεστι­βάλ Πρω­το­πο­ρια­κού Θεά­τρου στο Ναν­σύ της Γαλ­λί­ας, στο International Meeting of the Open Theatre  (Πολω­νία) με θέμα «η συμ­βο­λή των καλ­λι­τε­χνών στην «κοι­νω­νία του μέλ­λο­ντος», το θέα­τρο «PΟΕΤΙΚΑ», το θέα­τρο ””UNIVARIUS”” κ.ά. Έχει δου­λέ­ψει με πρω­το­πο­ρια­κές θεα­τρι­κές ομά­δες από διά­φο­ρες χώρες, με την Τσε­χο­σλο­βά­κα ηθο­ποιό Μπάρ­μπα­ρα Πλή­κτο­βα στο ‘’”σπά­σι­μο του Εγώ”” κ.ά. Τα τελευ­ταία χρό­νια δου­λεύ­ει αθό­ρυ­βα στο Στρα­τό­πε­δο Λαυ­ρί­ου (τόπος οδύ­νης λέει ο ίδιος) με πολι­τι­κούς φυγά­δες, ””άτο­μα που έχουν βιώ­σει σε υψη­λό βαθ­μό την οδύ­νη που τα καθι­στά καυ­τό ενδιά­με­σο μετα­ξύ Θεί­ου και Ανθρώπου””.
Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό αυτό που γρά­φει ο πρώ­ην υπουρ­γός πολι­τι­σμού και σπου­δαί­ος Έλλη­νας μου­σουρ­γός, ο Θάνος Μικρού­τσι­κος, συνερ­γά­της του Πλου­μί­δη στο έργο «ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΜΕ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΥΣ ΑΠΌ ΤΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ» σε κεί­με­να του Μπρέχτ, των πολι­τι­κών φυγά­δων και δικά του.
Γρά­φει λοι­πόν ο Θάνος Μικρού­τσι­κος πάνω στην μπο­μπί­να με την Μου­σι­κή της παράστασης :
«Προς κύριον Χάρη Πλου­μί­δη – Κουρδίδην
Βαρώ­νον του Κουρδιστάν
Ανα­ζη­τή­σα­τέ τον στο Στρα­τό­πε­δο Λαυρίου
σε θαλά­μους αερίων
στα Στρα­τό­πε­δα Συγκέντρωσης
στο Νταχάου
στο Άουσβιτς…»

«Στο σφα­γείο του κόσμου συμπλη­ρώ­νου­με εμείς,
εκεί που η οδύ­νη κατα­μαρ­τυ­ρεί τον σφαγ­μέ­νο μας Εαυ­τό. Εκεί ξαγρυ­πνά­ει ο Έλλη­νας δρα­μα­τουρ­γός που τιμού­με σήμε­ρα, εκεί χτυ­πά η καρ­διά του, με τις αισθή­σεις του ορθά­νοι­χτες ως ανε­λέ­η­τη μαρ­τυ­ρία και κατα­γρα­φή της ””σφα­για­σμέ­νης συλ­λο­γι­κής μας συνείδησης””.
Ο πρέ­σβης της P.L.O. στην Ελλά­δα, Φουάντ Αλ Μπι­τάρ γρά­φει στο θεα­τρι­κό πρό­γραμ­μα της παρά­στα­σης «Τρό­μος Και Αθλιό­τη­τα Με Παλαι­στί­νιους Από Τα Κατε­χό­με­να» «…Ο Έλλη­νας Σκη­νο­θέ­της Χάρης Πλου­μί­δης βλέ­πει το θέα­τρο σαν άσκη­ση ελευ­θε­ρί­ας που έχει σαν κύριο άξο­να την πάλη του ανθρώ­που με το αδύνατο…».
Γι’ αυτή την πάλη του έχει τιμη­θεί με τα Διά­ση­μα του Ομο­σπον­δια­κού Πανε­πι­στη­μί­ου της Σάντα Μαρία της Βρα­ζι­λί­ας «Εις Ένδει­ξη Εκτί­μη­σης και Ανα­γνώ­ρι­σης» όπως ανα­φέ­ρε­ται.
Ο Χάρης Πλου­μί­δης που με τους αγώ­νες του για τα δίκαια του Κουρ­δι­κού και Παλαι­στι­νια­κού λαού μας έχει συγκι­νή­σει όλους, βρί­σκε­ται σήμε­ρα εδώ, κυνη­γη­μέ­νος από το τουρ­κι­κό κρά­τος που απει­λεί την ζωή του, μετά την παρέμ­βα­ση του εισαγ­γε­λέα της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης που με πρό­τα­ση του κατα­δι­κά­στη­κε σε δύο χρό­νια φυλά­κι­ση με την κατη­γο­ρία, ότι «αμφι­σβη­τεί τα σύνο­ρα της Τουρ­κί­ας και απει­λεί το Τούρ­κι­κο κρά­τος με δια­με­λι­σμό» απα­γο­ρεύ­ο­ντας τα κεί­με­νά του να κυκλο­φο­ρή­σουν σε ολό­κλη­ρη την τούρ­κι­κη επι­κρά­τεια, επει­δή ανα­φέ­ρε­ται στην πολι­τι­σμι­κή κλη­ρο­νο­μιά των Κούρ­δων και την αρχαία Κουρ­δι­κή διά­λε­κτο Κουρ­μαν­τζί που απα­γο­ρεύ­ε­ται να μιλούν και να γρά­φουν ελεύ­θε­ρα οι Κούρ­δοι στο Κουρ­δι­στάν και στην Τουρκία.
Θέλου­με να τονί­σου­με ότι καμία σχέ­ση με τη δημο­κρα­τία και τη πολι­τι­σμέ­νη Ευρώ­πη (στην οποία η Τουρ­κία θέλει να εντα­χθεί) δεν έχει αυτή η άδι­κη και άναν­δρη συμπε­ρι­φο­ρά της υπο­κι­νού­με­νης τούρ­κι­κης δικαιο­σύ­νης προς τον Θεα­τράν­θρω­πο συμπα­τριώ­τη μας.
Καμία σχέ­ση με τη δημο­κρα­τία δεν έχει η επί­θε­ση της «Αντι­τρο­μο­κρα­τι­κής Ομά­δας» της τούρ­κι­κης Ασφά­λειας στα γρα­φεία του Κούρ­δι­κου Εκδο­τι­κού Οίκου Komal – Διά­σω­ση Και Διά­δο­ση Της Κουρ­δι­κης Κουλ­τού­ρας και την κλο­πή της υλι­κο­τε­χνι­κής υπο­δο­μής με την προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη έκδο­ση της «ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑΣ» στην Κουρ­δι­κή και Τούρ­κι­κη γλώσσα.
Καμία σχέ­ση με το σύγ­χρο­νο πολι­τι­σμό δεν έχει η φυλά­κι­ση του εκδό­τη του «Kοmal» Ρετζέπ Μαρα­σλί που συνε­λή­φθη και βρί­σκε­ται φυλα­κι­σμέ­νος για τη εκδο­τι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα. Στην «ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ» των εκδό­σε­ων «Komal – Διά­σω­ση και Διά­δο­ση της Κουρ­δι­κής Κουλ­τού­ρας» ο Κούρ­δος ήρω­ας του έργου κου­βα­λά­ει τον Δού­ρειο Ίππο και μιλά­ει την απα­γο­ρευ­μέ­νη Κουρ­δι­κή διά­λε­κτο Κουρμαντζί.
Δηλώ­νου­με απε­ρί­φρα­στα ότι στε­κό­μα­στε αλλη­λέγ­γυοι στον Έλλη­να Θεα­τράν­θρω­πο και Συγ­γρα­φέα της «ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑΣ» Χάρη Πλου­μί­δη και στον Κούρ­δο εκδό­τη του οίκου «Κοmal» Ρετζέπ Μαρα­σλί και υπο­στη­ρί­ζου­με την κυκλο­φο­ρία της «ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑΣ» στην Ελλά­δα που τελεί υπό την Aιγί­δα της Πανελ­λή­νιας Ομο­σπον­δί­ας Εκδο­τών – Βιβλιο­πω­λών και την Eυγε­νι­κή στή­ρι­ξη της Ομο­σπον­δί­ας Εκπαι­δευ­τι­κών Φρο­ντι­στών Ελλά­δας. Στη­ρί­ζου­με την έκδο­ση της «ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑΣ» στην Κουρ­δι­κή και Τουρ­κι­κή γλώσσα.
Mπά­μπης Στέρτσος

 

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ
(αίθου­σα 209)

Ομι­λη­τής : ΑΝΝΑ ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗ
ΘΕΜΑ
«ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΔΡΑΜΑΤΙΚΩΝ ΚΩΔΙΚΩΝ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ‘’ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ’’ ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΠΛΟΥΜΙΔΗ»

(Η Άννα Κατσι­γιάν­νη είναι Ανα­πλη­ρώ­τρια Καθη­γή­τρια Συγκρι­τι­κής Φιλο­λο­γί­ας – Επιμελήτρια
του Παι­δα­γω­γι­κού Προ­γράμ­μα­τος του Μεγά­ρου Μου­σι­κής. Γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να. Σπού­δα­σε Μεσαιω­νι­κή και Νεο­ελ­λη­νι­κή Φιλο­λο­γία στο Πανε­πι­στή­μιο της Κρή­της ενώ ακο­λού­θη­σε με υπο­τρο­φία μετα­πτυ­χια­κές σπου­δές Συγκρι­τι­κής Φιλο­λο­γί­ας στη Σορ­βόν­νη (Παρί­σι). Εργά­στη­κε ως Ειδι­κή Μετα­πτυ­χια­κή υπό­τρο­φος στο Πανε­πι­στή­μιο Κρή­της και ως Επι­με­λή­τρια των Προ­γραμ­μά­των του Εκπαι­δευ­τι­κού Τμή­μα­τος του Μεγά­ρου Μου­σι­κής. Από το 1990 συμ­με­τέ­χει με την ιδιό­τη­τα της Ειδι­κής Ερευ­νή­τριας σε επι­στη­μο­νι­κά ερευ­νη­τι­κά προ­γράμ­μα­τα του Ινστι­τού­του Έρευ­νας και Τεχνολογίας.
Έχει λάβει μέρος σε διε­θνή συνέ­δρια, έχει εκπο­νή­σει βιο­γρα­φι­κές εργα­σί­ες και έχει δημο­σιεύ­σει μελέ­τες, άρθρα και βιβλία για την λογο­τε­χνία και την κρι­τι­κή του 19ου και του 20ου αιώνα).

ΕΙΣΗΓΗΣΗ

Στα πλαί­σια τού­της της εισή­γη­σης θα επι­χει­ρή­σου­με μια προ­σέγ­γι­ση του έργου, ξεκι­νώ­ντας με τη δια­πί­στω­ση ότι η ‘’ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ’’ είναι ένα ιδιό­τυ­πο και ασυ­νή­θι­στα περί­πλο­κο θεα­τρι­κό αρχι­τε­κτό­νη­μα, δρα­μα­τουρ­γι­κά ανοι­κτό σε πολ­λα­πλές ερμη­νεί­ες. Μια από τις πιθα­νές ανα­γνώ­σεις θα μπο­ρού­σε να είναι για παρά­δειγ­μα η φιλο­λο­γι­κή: η διε­ρεύ­νη­ση δηλα­δή της γλωσ­σι­κής και της ρητο­ρι­κής υφής του κει­μέ­νου καθώς και η έντα­ξή του στη λογο­τε­χνι­κή συγ­χρο­νία και δια­χρο­νία. Το έργο προ­σφέ­ρε­ται ακό­μη για θεα­τρο­κοι­νω­νιο­λο­γι­κή ανά­λυ­ση (ανά­λυ­ση δηλα­δή των κοι­νω­νι­κών μηχα­νι­σμών που απη­χεί με θεα­τρι­κή ορο­λο­γία), μου­σι­κο­θε­α­τρο­λο­γι­κή εξέ­τα­ση (με αυτό εννοώ ότι παρου­σιά­ζει ασυ­νή­θι­στη ηχη­τι­κή ποι­κι­λία – από τη «Μόνα Λίζα» με τον Νατ Κινγκ Κόουλ ως τους ήχους της φωνής του ψάλ­τη από τη βυζα­ντι­νή εκκλη­σία, το βαλς του Ρίχαρντ Στρά­ους, το ναζι­στι­κό εμβα­τή­ριο, ντί­σκο, ροκ, τα video games, το ξεχα­σμέ­νο τραν­ζί­στορ που παί­ζει συνε­χώς με παρά­σι­τα και τις υπο­βαλ­λό­με­νες από κάποιους στί­χους τονι­κό­τη­τες της δημο­τι­κής μου­σι­κής, ο καλα­μα­τια­νός, το «Τζι­βα­έ­ρι», κ.ο.κ.). Θα μπο­ρού­σε ίσως να ανα­γνω­σθεί και από άλλες πτυ­χές του: την ψυχα­να­λυ­τι­κή ή ενδε­χο­μέ­νως και την υπαρξιστική.
Θα απο­πει­ρα­θού­με, λοι­πόν τη σκια­γρά­φη­ση της σύστα­σης της πολυ­φω­νι­κής τού­της γρα­φής, μιας γρα­φής που θέτει πολ­λά ερω­τή­μα­τα. Βέβαια, ένα θεα­τρι­κό έργο δεν γρά­φε­ται για να ανα­γνω­σθεί αλλά για να παι­χτεί. Αφού όμως δεν δια­θέ­του­με ακό­μη παρά­στα­ση του έργου θα το προ­σεγ­γί­σου­με ως λογο­τε­χνι­κό κεί­με­νο, ως ανάγνωσμα.
Έχει παρα­τη­ρη­θεί ότι από όλους τους δημιουρ­γούς ο δρα­μα­τουρ­γός μοιά­ζει περισ­σό­τε­ρο στο Θεό. Πλά­θει όντα κατ’ εικό­να και ομοί­ω­σή του, έναν κόσμο και μια μοί­ρα. Το δρα­μα­τι­κό έργο ως ζωντα­νός οργα­νι­σμός δεν απο­τε­λεί απλή ανα­πα­ρά­στα­ση της πρά­ξης× είναι η ίδια η πρά­ξη, προ­έ­κτα­ση της ζωής. [1] «Οι πηγές της θεα­τρι­κής ύπαρ­ξης και της θεα­τρι­κό­τη­τας της ζωής δεν μπο­ρεί παρά να είναι οι ίδιες» [2] . Αυτό ακρι­βώς είναι το εγχεί­ρη­μα του Χάρη Πλου­μί­δη: η πολυ­διά­στα­τη απει­κό­νι­ση της ανθρώ­πι­νης ψυχής, η διείσ­δυ­ση στα βαθύ­τε­ρα στρώ­μα­τα της ύπαρ­ξης και της ψυχι­κής ύφαν­σης, εκεί που το αρχέ­γο­νο στοι­χείο του εαυ­τού μας κεί­ται επι­σκια­σμέ­νο από τις επι­στρώ­σεις της κοι­νω­νι­κής συμπεριφοράς.
Για να εικο­νο­γρα­φή­σει τού­τη την ψυχι­κή εξε­ρεύ­νη­ση, ο συγ­γρα­φέ­ας ανα­σύ­ρει από το παρελ­θόν τον Ορέ­στη, τον γνω­στό σε όλους μας αρχαίο ήρωα του Αισχύ­λου και ανοί­γει μαζί του έναν διά­λο­γο από το παρόν προς το παρελ­θόν, δια­στέλ­λο­ντας έτσι το χρό­νο με ανα­δρο­μές στο παρελ­θόν και προ­βο­λές στο μέλ­λον. Ο δρα­μα­τι­κός χρό­νος του έργου παρα­πέ­μπει σ’ ένα ιστο­ρι­κό παρελ­θόν αλλά και ταυ­τό­χρο­να σε ένα ακα­θό­ρι­στο «σήμε­ρα». Τον Ορέ­στη επι­λέ­γει ως κεντρι­κό χαρα­κτή­ρα του έργου του μετα­πλά­θο­ντάς τον και δίνο­ντας ίσως με τον τρό­πο αυτό τη δική του εκδο­χή της Ορέ­στειας, την Ορε­στειά­δα. Ωστό­σο, επι­νο­εί παράλ­λη­λα και έναν σύγ­χρο­νο Ορέ­στη, τον «Ορέ­στη Της Απέ­να­ντι Πολυ­κα­τοι­κί­ας», όπως τον ονο­μά­ζει,´ έναν Ορέ­στη που απο­τυ­πώ­νει στην ευαι­σθη­σία του όλη την κλη­ρο­νο­μιά του παρελ­θό­ντος αλλά και τον κατα­κερ­μα­τι­σμό της σύγ­χρο­νής μας επο­χής. Ήδη από τη είσο­δο στο έργο, ο συγ­γρα­φέ­ας καθι­στά τον ανα­γνώ­στη συμ­μέ­το­χο και συνέ­νο­χο των τεκται­νο­μέ­νων στη χώρα της Ορε­στειά­δας´ από την αρχή έως το τέλος, αφού για να επι­το­νι­στεί αυτή ακρι­βώς η αίσθη­ση χρη­σι­μο­ποιεί­ται και ένα είδος κυκλι­κής αφή­γη­σης, αντι­λαμ­βά­νε­ται κανείς ότι ο σύγ­χρο­νος ακρω­τη­ρια­σμέ­νος ψυχι­κά Ορέ­στης δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον εαυ­τό μας, ένας Ορέ­στης όμοιος με τον καθέ­να από όλους εμάς, ο οποί­ος μάλι­στα καλεί­ται να ανέ­βει στη σκη­νή και να παίξει.
Ο Πλου­μί­δης με την Ορε­στειά­δα κατορ­θώ­νει να υλο­ποι­ή­σει αυτό που ο Μπρεχτ απλώς ονει­ρεύ­τη­κε,´ δηλα­δή όχι μόνο να υπο­νο­μεύ­σει στον έσχα­το βαθ­μό τους συμ­βα­τι­κούς δρα­μα­τι­κούς κώδι­κες της θεα­τρι­κής ψευ­δαί­σθη­σης αλλά και να οδη­γή­σει τον θεα­τή στη σκη­νή. Οι παρα­δο­σια­κοί ρόλοι έχουν ανα­τρα­πεί. Ο συγ­γρα­φέ­ας λει­τουρ­γεί και ως θεα­τής, ο θεα­τής ως Ορέστης.
Χωρίς να υπει­σέλ­θου­με σε λεπτο­μέ­ρειες για τη χρή­ση του μύθου του Ορέ­στη στη σύγ­χρο­νη μας ευρω­παϊ­κή λογο­τε­χνία ως περ­σό­νας και μοντέ­λου προ­βο­λής του παρελ­θό­ντος πάνω στον παρό­ντα χρό­νο, θα ήθε­λα απλώς να υπεν­θυ­μί­σω ενδει­κτι­κά το ποί­η­μα «Ορέ­στης» του Κώστα Βάρ­να­λη, το Γράμ­μα του Ορέ­στη του Ιάκω­βου Καμπα­νέλ­λη, το πασί­γνω­στο ποί­η­μα του Σεφέ­ρη (από τη συλ­λο­γή Μυθι­στό­ρη­μα), καθώς και τη διά­στα­ση του Ορέ­στη στο έργο Les Mouches (Οι μύγες) του Jean Paul Sartre. Η ανα­φο­ρά στους παρα­πά­νω συγ­γρα­φείς δεν γίνε­ται με συγκρι­τι­κή πρό­θε­ση, ούτε συνε­πά­γε­ται κάποια μετα­ξύ τους εκλε­κτι­κή συγ­γέ­νεια. Εν τού­τοις δεν θα θεω­ρή­σου­με και τυχαία την επι­λο­γή του Ορέ­στη. Η ιστο­ρία του υπερ­βαί­νει το ατο­μι­κό επί­πε­δο για να συμ­βο­λί­σει κοσμι­κές πλευ­ρές της ανθρώ­πι­νης μοί­ρας [3] .
Ο ‘’Ορέ­στης Της Απέ­να­ντι Πολυ­κα­τοι­κί­ας’’ αντι­κα­θρε­φτί­ζει την ισο­πε­δω­μέ­νη φιγού­ρα του μέσου πολί­τη, το άγχος της ψυχής να ορί­ζει και να μετα­δί­δει το περιε­χό­με­νό της. Ο σύγ­χρο­νος Ορέ­στης, άνθρω­πος χωρίς απο­στο­λή, έχο­ντας χάσει το «Ιερό του Κέντρο», κατα­κερ­μα­τι­σμέ­νος, χωρίς την προ­στα­σία των θεών, ήρω­ας χωρίς σαφές περί­γραμ­μα και στα­θε­ρά χαρα­κτη­ρι­στι­κά αντα­πο­κρί­νε­ται στον απο­στα­θε­ρο­ποι­η­μέ­νο άνθρω­πο της επο­χής μας. Μέσα από τους δρα­μα­τι­κούς μονο­λό­γους του, με τον θραυ­σμα­τι­κό και χρο­νι­κά ανέ­στιο λόγο του, όπου παρελ­θόν, παρόν και μέλ­λον γίνο­νται κομ­μά­τια, με τα ανα­με­τα­ξύ τους όρια να συγ­χέ­ο­νται συνέ­χεια, ο Ορέ­στης γίνε­ται η ίδια η ενσάρ­κω­ση της σύγ­χρο­νης τρα­γι­κής συνεί­δη­σης, που χαρα­κτη­ρί­ζει από μια φαι­νο­με­νι­κή ατα­ξία, μια εγκα­τά­λει­ψη στον προσωρινό.
Ένα ζεύ­γος προ­σώ­πων που αντι­στοι­χεί στον διτ­τό Ορέ­στη είναι η αρχαία Κλυ­ται­μνή­στρα που συνο­δεύ­ε­ται όμως και από τη σύγ­χρο­νή της εκδο­χή, τη «Οικο­δέ­σποι­να Κ.», όπως την απο­κα­λεί ο συγ­γρα­φέ­ας. Η χαρα­κτη­ριο­λο­γι­κή προ­σέγ­γι­ση των ζευ­γών Ορέ­στη και Κλυ­ται­μνή­στρας θα απαι­τού­σε μιαν εκτε­νή ψυχα­να­λυ­τι­κή μελέ­τη, που θα επι­κέ­ντρω­νε το ενδια­φέ­ρον της στην ιερό­συ­λη λιμπι­ντι­κή έξαρ­ση του Ορέ­στη, μεταμ­φιε­σμέ­νη σε οιδι­πό­δεια οικεί­ω­ση της πατρι­κής ενο­χής. Στην Ορε­στειά­δα, το τρα­γι­κό δίδυ­μο με αυθά­δη ελευ­θε­ριό­τη­τα αγγί­ζει την ύψι­στη τρα­γι­κή ασέ­βεια, φθά­νει δηλα­δή σε οιδι­πό­δεια δια­πλο­κή, απη­χώ­ντας προ­φα­νώς το κλα­σι­κό λογο­τε­χνι­κό δίδυ­μο έρω­τα και θανάτου.
Το πιο εξι­σορ­ρο­πη­τι­κό πρό­σω­πο που κινεί τα νήμα­τα της ιστο­ρί­ας και λει­τουρ­γεί ως λυτρω­τι­κά ειρω­νι­κή φωνή του δρά­μα­τος – περ­σό­να του αφη­γη­τή; – είναι η επο­νο­μα­ζό­με­νη «Γυναι­κεία Φωνή Του Θεού». Και εδώ επι­ση­μαί­νου­με μια ακό­μη ρήξη, μια άρση της καθε­στη­κυί­ας αρσε­νι­κής υπό­στα­σης του Θείου.
Το σημείο εκκί­νη­σης του έργου είναι, όπως ανα­φέ­ρα­με, η ψυχι­κή διε­ρεύ­νη­ση συνέ­πεια της υπε­ρευαι­σθη­σί­ας του συγ­γρα­φέα στον ανθρώ­πι­νο πόνο. Ανά­με­σα στα θεα­τρι­κά πρό­σω­πα του έργου συγκα­τα­λέ­γε­ται και ένας Κούρ­δος που εικο­νί­ζει την υπέρ­τα­τη βίω­ση της οδύ­νης, όντας ταυ­τό­χρο­να άθε­λά του θύτης και θύμα. Μέσα από τη χρή­ση του εθνι­κού προ­βλή­μα­τος των Κούρ­δων, με την επι­μι­ξία που επι­χει­ρεί, τη σύζευ­ξη πολι­τι­σμών και γλωσ­σών, τη συμπα­ρά­θε­ση της ελλη­νι­κής γλώσ­σας (αρχαί­ας και νέας) με την αρχαία κουρ­δι­κή, τη σύν­δε­ση δηλα­δή της ακρω­τη­ρια­σμέ­νης μοί­ρας των δύο λαών, για­τί τι άλλο από πολι­τι­στι­κό ακρω­τη­ρια­σμό του ελλη­νι­κού κόσμου μπο­ρεί να συμ­βο­λί­ζει σε πρώ­το επί­πε­δο το σκη­νι­κό με τα σφαγ­μέ­να αγάλ­μα­τα, το σακα­τε­μέ­νο άγαλ­μα της Κόρης Ακρό­πλω­ρο, ο Πλου­μί­δης κατορ­θώ­νει να ανα­γά­γει το εθνι­κό σε υπε­ρε­θνι­κό, το κουρ­δι­κό σε παγκό­σμιο. Πολ­λά θα μπο­ρού­σαν να ειπω­θούν για την ιστο­ρι­κό­τη­τα ή την ιστο­ρι­κή επι­και­ρό­τη­τα του έργου καθώς και για την ιστο­ρι­κή συνεί­δη­ση του συγ­γρα­φέα, την κρι­τι­κή που ασκεί στην εξου­σία και στην θρη­σκεία [4] . Προ­έ­χει, ωστό­σο, η εξέ­τα­ση της συγ­γρα­φής της Ορε­στειά­δας ως πρά­ξης αυτο­συ­νει­δη­σί­ας και υπε­ρε­θνι­κής ψυχο­γνω­σί­ας του ατό­μου, πέρα από την εθνι­κή ταυ­τό­τη­τα των θεα­τρι­κών προσώπων.
Θα απο­φύ­γου­με για ευνό­η­τους λόγους συντο­μί­ας την εμβά­θυν­ση σε θέμα­τα μυη­τι­κής και τελε­τουρ­γι­κής φύσε­ως. Το έργο ανα­βιώ­νει ή καλύ­τε­ρα ενσω­μα­τώ­νει επι­λε­κτι­κά τις φοβε­ρές τελε­τουρ­γί­ες του θανά­του και κάποια ταφι­κά έθι­μα (από τις χοές ως τη νέκυια, κ.ά.), επι­το­νί­ζο­ντας έτι τη δια­χρο­νι­κή λει­τουρ­γία του τρα­γι­κού στοι­χεί­ου και δια­σώ­ζο­ντας στοι­χεία για τις πρω­τό­γο­νες θρη­σκευ­τι­κές τελε­τουρ­γί­ες (καθαρ­μούς και μυη­τι­κές τελε­τές) της προ­ελ­λη­νι­κής και της κλασ­σι­κής μυθι­κής παρά­δο­σης. Θα ήθε­λα, εν συνό­ψει, να ανα­φέ­ρω ότι η Ορε­στειά­δα από τη μετα­φυ­σι­κή της σκο­πιά θα μπο­ρού­σε να δια­βα­στεί και ως υπο­δειγ­μα­τι­κή μελέ­τη θανά­του. Μέσα σ’ αυτά τα συμ­φρα­ζό­με­να απο­δει­κνύ­ε­ται εύστο­χος ο χαρα­κτη­ρι­σμός του Νίκου Ι. Χουρ­δά­κη, ο οποί­ος σε δημο­σί­ευ­μά του για το έργο οριο­θέ­τη­σε «τη νέα αυτή θεα­τρι­κή «πρό­τα­ση» ως «Θέα­τρο του Δέους» [5] .
Η πλο­κή των γεγο­νό­των, καθώς και η δια­πλο­κή των προ­σώ­πων, δεν στη­ρί­ζε­ται σε αιτια­τές αλλη­λου­χί­ες. Πολ­λές φορές έχει κανείς την εντύ­πω­ση ότι οι χαρα­κτή­ρες συνα­πο­τε­λού­νται από κάποια θραύ­σμα­τα μνή­μης του παρελ­θό­ντος τους. Ο συγ­γρα­φέ­ας παρα­θέ­τει αυτού­σια εκτε­νή απο­σπά­σμα­τα από την Ορέ­στεια του Αισχύ­λου σημα­το­δο­τώ­ντας τα μ’ ένα και­νούρ­γιο νόη­μα. Η τεχνι­κή της ύπαρ­ξης θεά­τρου ή θεα­τρι­κού κει­μέ­νου μέσα στο θέα­τρο δεν είναι βέβαια και­νούρ­για´ κατο­χυ­ρώ­νει όμως τη δια­κει­με­νι­κή συνο­μι­λία και ως ένα βαθ­μό την αυτο­α­να­φο­ρι­κό­τη­τα του έργου. Η παρα­δο­σια­κή σκη­νι­κή διαί­ρε­ση σε πρά­ξεις έχει επί­σης υπο­κα­τα­στα­θεί – άρα­γε μόνο λεκτι­κά; – με τις λεγό­με­νες «Συνά­ξεις» (έξι), που μετά την «είσο­δο» οριο­θε­τούν το πέρα­σμα από το ένα μέρος του έργου στο επόμενο.
Ο τίτλος του έργου παρα­πέ­μπει βέβαια εκ πρώ­της όψε­ως στην πόλη Ορε­στιά­δα´ στο κεί­με­νο υπάρ­χει και σαφής γεω­γρα­φι­κή ανα­φο­ρά στη συγκε­κρι­μέ­νη πόλη. Η λέξη Ορε­στειά­δα εμπε­ριέ­χει όμως ταυ­τό­χρο­να και την έννοια της αρχαί­ας τρι­λο­γί­ας, της Ορέ­στειας. Αν μας ζητού­σαν έπει­τα από την ανά­γνω­ση του έργου να προσ­διο­ρί­σου­με γεω­γρα­φι­κά την Ορε­στειά­δα, θα λέγα­με ότι την αισθα­νό­μα­στε ως τόπο εκτός χρό­νου, ταυ­τό­χρο­να φαντα­στι­κή και πραγ­μα­τι­κή, μακρι­νή αλλά και μέσα μας. Έναν τόπο που παρα­πέ­μπει έντο­να στην αίσθη­ση που ανα­δί­δουν τα τοπία του Αγγε­λό­που­λου ή του Ταρ­κόφ­σκι. Ένα ιδιό­τυ­πο εσω­τε­ρι­κό τοπίο όπου συνυ­πάρ­χουν το ιερό και το ανί­ε­ρο, η ύβρις με την ειρω­νεία, τα πρό­σω­πα με τα φάσμα­τα που ζητούν να εκφρα­στούν και να κατα­γρα­φούν με όλες τις απο­χρώ­σεις της απο­δο­μη­μέ­νης τους μορ­φής. Η πολυ­ε­πί­πε­δη απο­δό­μη­ση των χαρα­κτή­ρων ως συνέ­πεια της οδυ­νη­ρής ενδο­σκό­πη­σης που τους επι­βάλ­λει ο συγ­γρα­φέ­ας, σε συν­δυα­σμό με την λεκτι­κή απο­δό­μη­ση, είναι ένα από τα πλέ­ον προ­σω­πι­κά στοι­χεία του έργου που του προσ­δί­δουν τον χαρα­κτή­ρα του πρωτοποριακού.
Η δρα­μα­τι­κή κατα­γρα­φή της συλ­λο­γι­κής ψυχής και συνεί­δη­σης που επι­χει­ρεί ο συγ­γρα­φέ­ας ορί­ζει την Ορε­στειά­δα ως ορια­κή εμπει­ρία της συνεί­δη­σης, ως ένα πολυ­φω­νι­κό παι­χνί­δι με έντο­να ποι­η­τι­κά στοιχεία.
Η Ορε­στειά­δα είναι το έρη­μο νησί της συνεί­δη­σης του συγ­γρα­φέα το οποίο όφει­λε να εξε­ρευ­νή­σει και να κυριεύ­σει από άκρη σε άκρη. Δια­βά­ζο­ντας το βιβλίο έχει κανείς συχνά την εντύ­πω­ση ότι ο γρά­φων αντι­με­τω­πί­ζει τον εαυ­τό του ως «πει­ρα­μα­τό­ζωο» εργα­στη­ρί­ου που η συγκυ­ρία έθε­σε στη διά­θε­σή του για αυτο­α­νά­λυ­ση, αλλά όχι με την έννοια της αυτά­ρε­σκης ναρ­κισ­σι­στι­κής ενδο­σκό­πη­σης. Το εγώ του απο­σβέ­νε­ται στον έσχα­το βαθ­μό έως ότου κατα­γρα­φεί το από­σταγ­μα της εμπει­ρί­ας. Ο Πλου­μί­δης συχνά ακρο­βα­τεί στο κενό, ενώ παράλ­λη­λα μετα­τρέ­πε­ται σε μια λογο­τε­χνι­κή μηχα­νή παρα­γω­γής ψυχο­γρα­φη­μά­των. Τον ερε­θί­ζει η γλωσ­σι­κή από­κλι­ση, η αδιά­κο­πη λει­τουρ­γία της αίσθη­σης, η παρα­λη­ρη­μα­τι­κή ανά­φλε­ξη, η αφή­γη­ση που αντι­στοι­χεί σε μέθη.
Στη γλωσ­σι­κή δια­τύ­πω­ση της ευαι­σθη­σί­ας εικο­νο­γρα­φεί­ται από­λυ­τα η τάση ρήξης που επι­τυγ­χά­νε­ται σε μορ­φι­κό επί­πε­δο με την εξάρ­θρω­ση της δρα­μα­τι­κής γλώσ­σας. Οι πολ­λα­πλές ρήξεις στο επί­πε­δο της μορ­φής, σε συν­δυα­σμό με τις ασυ­νέ­χειες, τις παρα­λεί­ψεις και τα χρο­νι­κά άλμα­τα, συνε­πά­γο­νται τη συνο­λι­κή ανα­τρο­πή του κλασ­σι­κού μοντέ­λου δρα­μα­τουρ­γί­ας. Ανα­φέ­ρω ως χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα τη χρή­ση της στί­ξης ως σημαί­νο­ντος και σημαι­νο­μέ­νου. Το έργο βρί­θει στα απο­σιω­πη­τι­κά, έχου­με συνε­πώς μια χρή­ση της σιω­πής ως σημαί­νο­ντος. Η ακι­νη­σία και η σιω­πή της στί­ξης έχουν και δρα­μα­τουρ­γι­κή πειθώ.
Η λογο­τε­χνία ως υπέρ­τα­τη μορ­φή συγκι­νη­σια­κής χρή­σης του λόγου βρί­σκε­ται εδώ σε αδιέ­ξο­δο. Η συγκί­νη­ση και η ελλει­πτι­κό­τη­τα των εννοιών επι­κα­λύ­πτουν τη γλωσ­σι­κή συνεί­δη­ση του συγ­γρα­φέα, ο οποί­ος, συν­δια­λε­γό­με­νος με το άφα­το, κατα­φεύ­γει σε ακα­τά­λη­πτες και μη τρέ­χου­σες μορ­φές έκφρα­σης, για να κατα­γρά­ψει την εσω­τε­ρι­κό­τη­τα της εμπει­ρί­ας. Οι ανα­ζη­τή­σεις του στη μορ­φή δια­πλέ­κο­νται με τις θεμα­τι­κές του ανα­ζη­τή­σεις. Η απο­δό­μη­ση των χαρα­κτή­ρων, η τάση δηλα­δή των προ­σώ­πων να ρέπουν προς αυτό που ο συγ­γρα­φέ­ας, μη βρί­σκο­ντας καταλ­λη­λό­τε­ρη λέξη, σε πρό­σφα­τη συνέ­ντευ­ξή του [6] ονο­μά­ζει «Άμου­ρη και Άφυ­λη» πτυ­χή της ύπαρ­ξης, εκεί δηλα­δή όπου το εγώ έχει απο­σβε­σθεί και το φύλο απο­δει­κνύ­ε­ται ανε­παρ­κές μπρο­στά στην έκφρα­ση της ανθρώ­πι­νης αγω­νί­ας, συνο­δεύ­ε­ται και από τη γλωσ­σι­κή απο­διάρ­θρω­ση του κόσμου. Η γλώσ­σα ως όργα­νο λογο­τε­χνι­κής έκφρα­σης βρι­σκό­με­νη σε κρί­ση ανε­πάρ­κειας εφευ­ρί­σκει ακα­τα­νό­η­τους ρυθ­μι­κούς γλωσ­σι­κούς τόνους ως όχη­μα μετά­δο­σης της μετα­μο­ντέρ­νας εμπει­ρί­ας. Νέα σημαί­νο­ντα και νέα σημαι­νό­με­να απει­κο­νί­ζουν σιβυλ­λι­κά τη σχε­τι­κό­τη­τα της αλή­θειας, απο­διαρ­θρώ­νουν τη βεβαιό­τη­τα. Στην αντι­πα­ρά­θε­ση των γλωσ­σών, στην αρχαία ελλη­νι­κή και την αρχαία κουρ­δι­κή, στη νέα ελλη­νι­κή σημειω­τέ­ον αξιο­ποιού­νται πολ­λά από τα λαϊ­κά γλωσ­σι­κά κοι­τά­σμα­τα της νεοελληνικής‑, ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σθέ­τει και μια φαντα­στι­κή δρα­μα­τι­κή μετα­γλώσ­σα που κορυ­φώ­νει ποι­η­τι­κά τη μου­σι­κο­νοη­τι­κή διά­στα­ση του έργου, το οποίο τυπο­γρα­φι­κά έχει τη μορ­φή του στίχου.
Αν πού­με, απλου­στεύ­ο­ντας κάπως, ότι οι δύο πρώ­τες γλωσ­σι­κές μορ­φές, δηλα­δή η αρχαία και η νέα, εκπρο­σω­πούν τις δύο μορ­φές θεά­τρου το παλαιό και το νέο, τότε η τρί­τη γλωσ­σι­κή μορ­φή εγκαι­νιά­ζει μια βιω­μα­τι­κά θεα­τρι­κή μετα­γλώσ­σα, αμφι­σβη­τώ­ντας τον καθιε­ρω­μέ­νο γλωσ­σι­κό κώδι­κα. Πρό­κει­ται για ένα ιδί­ω­μα που ερω­το­τρο­πεί με τα όρια γλωσ­σι­κής, και της ψυχι­κής έκφρα­σης, ένα τολ­μη­ρό πεί­ρα­μα με τις δομές και τη γλώσ­σα, μια άρνη­ση της βασι­κής της απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας. Εγκαι­νιά­ζε­ται ένας νέος τρό­πος έκφρα­σης, ανά­λο­γος με αυτόν των μοντερ­νι­στών (λετρι­στών, κ.ά.), «Προ­λο­γι­κό Θέα­τρο» το ονο­μά­ζου­με, που δεν υπη­ρε­τεί, ωστό­σο, φορ­μα­λι­στι­κές μοντερ­νι­στι­κές ανά­γκες, αλλά εκφέ­ρε­ται ως κραυ­γή στο αδιέ­ξο­δο του ποι­η­τή να κατα­γρά­ψει τη συγκι­νη­σια­κή εμπει­ρία. Πρό­κει­ται εν τέλει για μια αγω­νιώ­δη γλωσ­σι­κή απο­τύ­πω­ση των κινη­μά­των της ψυχής, με οδη­γό όχι κάποια λογι­κή αλλά την οργα­νι­κή λει­τουρ­γία, που μετα­τρέ­πει όλη τη νοη­τι­κή και ψυχι­κή ενέρ­γεια σε ιδιό­τυ­πη λεκτι­κή ενέρ­γεια, της οποί­ας η ελλειμ­μα­τι­κή γλωσ­σι­κή δια­τύ­πω­ση αγγί­ζει το άφατο.
Ειπώ­θη­κε εύστο­χα για την Ορε­στειά­δα ότι εμπε­ριέ­χο­ντας αλλε­πάλ­λη­λα στρώ­μα­τα θεα­τρι­κών εμπει­ριών και τρό­πων πλη­ροί τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις λει­τουρ­γί­ας της ως ειρω­νι­κού δια­κει­μέ­νου [7] . Θα ευχη­θού­με και η μετα­κει­με­νι­κή επέμ­βα­ση του σκη­νο­θέ­τη να λάβει υπό­ψη της την πολ­λα­πλό­τη­τα των λει­τουρ­γιών που προαναφέραμε.
Τέλος, θα λέγα­με ότι πρό­κει­ται για έργο ερε­βώ­δες, δια­πο­τι­σμέ­νο από ειρω­νεία και υπο­νο­μευ­μέ­νο λυρι­σμό. Πρό­κει­ται για λογο­τε­χνία αντιερ­γα­στη­ρια­κού τύπου, όπου η παρόρ­μη­ση επι­σκιά­ζει τη μορ­φι­κή αυστη­ρό­τη­τα και το ύφος.
Η Ορε­στειά­δα μετα­φρά­ζε­ται σε μια πρό­κλη­ση ή πρό­σκλη­ση επι­στρο­φής στο αρχέ­γο­νο ήθος και πάθος, σ’ εκεί­νο το στοι­χείο του εαυ­τού μας που κρύ­βε­ται κάτω από την κοι­νω­νι­κή ένδυ­ση. Το είδος αυτού του θεά­τρου τελεί­ται εντός μας και η γλωσ­σι­κή του δια­τύ­πω­ση είναι τόσο δύσκο­λη όσο και η κατα­γρα­φή της αθέ­α­της πλευ­ράς του κόσμου. Το ύφος του μοιά­ζει με ξόρ­κι, με μαγι­κή επί­κλη­ση, είναι μια αφή­γη­ση που ξετυ­λί­γει ακα­τα­νό­η­τους χρη­σμούς, φέρ­νο­ντας στο φως μιαν ακραία κρι­τι­κή του κόσμου, μιαν αλή­θεια υπερ­βο­λι­κά αστα­θή και απροσ­διό­ρι­στη ώστε να είναι μετα­δό­σι­μη. Συμ­βο­λί­ζει τη δια­κο­πή της επι­κοι­νω­νί­ας, αφου­γκρά­ζε­ται την τρέ­λα στην θέα­ση ενός αλλο­τριω­μέ­νου και αδιέ­ξο­δου καιρού.
Πρό­κει­ται για μια οντο­λο­γι­κή ρωγ­μή στη νορ­μα­λι­στι­κή και θεσμο­θε­τη­μέ­νη τάξη των εξω­τε­ρι­κά επι­βε­βλη­μέ­νων αξιω­μά­των και κωδί­κων. Η τέχνη του Χάρη Πλου­μί­δη δεν περιέ­χει απα­ντή­σεις, δεν μας απο­θε­ρα­πεύ­ει από την τρέ­λα. Κάνει την τρέ­λα μας παιχνίδι.

ΑΝΝΑ ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗ

*** Η παρου­σί­α­ση του θεα­τρι­κού βιβλί­ου Ορε­στειά­δα του Χάρη Πλου­μί­δη οργα­νώ­θη­κε από το Τμή­μα Κοι­νω­νιο­λο­γί­ας του Πάντειου Πανε­πι­στη­μί­ου, τον Σύλ­λο­γο Κοι­νω­νιο­λό­γων Ελλά­δας και την Πανελ­λή­νια Δια­πα­νε­πι­στη­μια­κή Εφη­με­ρί­δα ””Φοι­τη­τι­κή ΕΠΙκοινωνία””.

[1] Jean Hytier, “L’ esthetique du drame (Nature du drame. La metaphysique de la volonte) », Les arts de litterature, Edmond Gharlot, Alger 1941, σ, 63.
[2] Γ.Π. Πεφά­νης, «Το υπαρ­ξι­στι­κό θέα­τρο του J.P. Sartre», θέμα­τα Λογο­τε­χνί­ας 4 (Νοέμ­βριος ’96 – Φεβρουά­ριος ’97) 197.
[3] Για τις δια­φο­ρε­τι­κές εκδο­χές του μύθου των Ατρει­δών στο ευρω­παϊ­κό (από την Ανα­γέν­νη­ση ως τις μέρες μας), αλλά και στο ελλη­νι­κό θέα­τρο βλ. την εισα­γω­γή του Νικη­φό­ρου Παπαν­δρέ­ου, «Ο μύθος των Ατρει­δών στο νεό­τε­ρο Θέα­τρο», Ιάκω­βου Καμπα­νέλ­λη, Θέα­τρο, τ.6, Κέρ­δος 1994, σ. 11–18. Βλ. ακό­μη Άννα Κατσι­γιάν­νη, «Αμλετ και Ορέ­στης: Οι δια­φο­ρές. (Με το φως της καβα­φι­κής εκδο­χής)», Επο­πτεία 69 (1982) 581–588 & Γιώρ­γης Για­τρο­μα­νω­λά­κης, «Ορέ­στης: Ένα σονέ­το του Κ. Βάρ­να­λη», Δια­βά­ζω. Κώστας Βάρ­να­λης 88 (1984) 40–47.
[4] Ας σημειω­θεί ότι το βιβλίο της Ορε­στειά­δας τυπώ­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη από τον Κουρ­δι­κό Εκδο­τι­κό Οίκο Komal – Διά­σω­ση και Διά­δο­ση της Κουρ­δι­κης Κουλ­τού­ρας, υπό την Αιγί­δα της Πανελ­λή­νιας Ομο­σπον­δί­ας Εκδο­τών – Βιβλιο­πω­λών. Ο συγ­γρα­φέ­ας του Χάρης Πλου­μί­δης κατα­δι­κά­στη­κε στην Τουρ­κία σε δύο χρό­νια φυλά­κι­σης με την κατη­γο­ρία ότι «Αμφι­σβη­τεί τα σύνο­ρα της Τουρ­κί­ας και απει­λή το τουρ­κι­κο κρα­τος με δια­με­λι­σμό» επει­δή χρη­σι­μο­ποιεί στο έργο του την αρχαία κουρ­δι­κή διά­λε­κτο «Κουρ­μαν­τσί» που απα­γο­ρεύ­ε­ται να μιλούν και να γρά­φουν ελεύ­θε­ρα οι Κούρ­δοι στο Κουρ­δι­στάν και στην Τουρκία.

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ
Αίθου­σα 209

Ομι­λη­τής : ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΡΔΑΚΗΣ
ΘΕΜΑ
«Ανα­τρο­πή όλων των θεα­τρι­κών δεδομένων,
ακό­μα και αυτών της αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας, εννοώ:
Της ΟΡΕΣΤΕΙΑΣ – όχι στο επίπεδο
της «μιμή­σε­ως σπου­δαί­ας  πρά­ξε­ως» αλλά στο επί­πε­δο το εντός,
το οργα­νι­κό – στο θεα­τρι­κό έργο
ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ του ΧΑΡΗ ΠΛΟΥΜΙΔΗ»

(Ο Νίκος Χουρ­δά­κης γεν­νή­θη­κε στα Χανιά το 1964. Είναι Ποι­η­τής. Έχει εκδώ­σει τα ποι­η­τι­κά βιβλία: «Η Οσία με το κόκ­κι­νο πολ­τό», 1989 2η Έκδο­ση, 1993 «Άσκη­ση καθό­δου», 1992. Είναι Ψυχο­λό­γος, Κρι­τι­κός Λογο­τε­χνί­ας : Έχει δημο­σιεύ­σει δοκί­μια, μελέ­τες και άρθρα στα περιο­δι­κά : «Αλφειός», «Άλως», «Για­τί», «Δια­βά­ζω», «Νέο Επί­πε­δο» καθώς και στην εφη­με­ρί­δα «Αυγή της Κυριακής»).

ΕΙΣΗΓΗΣΗ

Όσοι δια­βά­ζου­με ερχό­μα­στε κάποιες φορές –πολύ λίγες βέβαια σε σχέ­ση με την ποσό­τη­τα των ανα­γνω­σμά­των μας – μπρο­στά σε κεί­με­να που μας ανα­στα­τώ­νουν. Θέλω να πω: Που μας κάνουν να βιώ­σου­με και να συνει­δη­το­ποι­ή­σου­με ριζι­κά προ­βλή­μα­τα και ερω­τή­μα­τα. Τα κεί­με­να αυτά δρουν στην συνεί­δη­σή μας (στο είναι μας) με ζωτι­κή εντε­λέ­χεια και απο­κα­λύ­πτουν περιο­χές άφα­της, ανεί­πω­της θεϊ­κής αγνω­σί­ας, όπου το μέτρο δεν είναι , απλά, οι κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­σμι­κές αγω­νί­ες, αλλ’ αυτό που υπάρ­χει κάτω απ’ όλα αυτά τα επι­στρώ­μα­τα: «η Άφυλ­λη και Άμου­ρη ύπαρ­ξη όπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά μας λέει, ο άνθρω­πος όπου τιμού­με από­ψε εδώ: Ο Χάρης Πλουμίδης.
«Απο­δο­μώ­ντας το εγώ από το σύνο­λον των εμπει­ριών μας, γρά­φει σε ένα ανέκ­δο­το κεί­με­νό του, απο­δο­μώ­ντας την αξιω­μα­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά του δημιουρ­γη­μέ­νου χαρα­κτή­ρα μας, μέχρι την βαθύ­τε­ρη εσω­τε­ρι­κή περιο­χή της Άμου­ρης και Άφυλ­λης ύπαρ­ξης, βλέ­που­με (αυτές) τις διά­φο­ρες επι­στρώ­σεις να μη νομι­μο­ποιού­νται ως μέρος της ιδρυ­τι­κής ύπαρ­ξης, αλλά μόνον ως εμπει­ρι­κό στοι­χείο της δημιουρ­γη­μέ­νης, σύν­θε­της ανα­γκαιό­τη­τας και συμπόρευσης…».
Δια­βά­ζο­ντας, λοι­πόν, την «Ορε­στειά­δα» εγκα­τα­λεί­φθη­κα σε μίαν πρω­τό­γνω­ρη περιο­χή, Προ-λογι­κή θα την ονό­μα­ζα. Η περιο­χή αυτή είναι αιχ­μη­ρή, δύσβα­τη, επι­κυ­ριαρ­χού­με­νη από το κακό, απρό­βλε­πτη, βασα­νι­στι­κή, γεμά­τη οδύ­νη και εγκα­τά­λει­ψη, δυσερ­μή­νευ­τη και δεο­τι­κή. Βρί­σκε­ται στα οντο­λο­γι­κά όρια εκεί, όπου η ανθρώ­πι­νη ύπαρ­ξη κατά τον απο­φθεγ­μα­τι­κό λόγο του Wittgenstein ανα­γνω­ρί­ζει ότι «καμία κραυ­γή οδύ­νης δεν μπο­ρεί να ‘ναι μεγα­λύ­τε­ρη από την κραυ­γή ενός ανθρώπου».
Η «Ορε­στειά­δα» είναι ένα παι­χνί­δι ορί­ων. Μια ανα­μέ­τρη­ση για την απο­τί­να­ξη του περιτ­τού ώστε να φανε­ρω­θεί, βιω­μα­τι­κά, ο «Καθό­λου Άνθρω­πος», ο συνε­χό­με­νος από το Ιερό Κέντρο του πεπε­ρα­σμέ­νου μεγα­λεί­ου του.
Η πολυ­ση­μεία και η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα που ορί­ζουν την ποι­η­τι­κή του κει­μέ­νου το καθι­στούν «νόμι­μο τέκνο» του μετα-μοντερ­νι­σμού. «Νόμι­μο», αλλά ταυ­τό­χρο­να και «ασε­βές» στο βαθ­μό που αξιώ­νει την απάρ­νη­ση της ίδιας της νομι­μό­τη­τάς του. (Στο βαθ­μό που αξιώ­νει τον ίδιο τον θάνα­τό του).
Ο μετα­μο­ντερ­νι­σμός μέσα στο απροσ­διό­ρι­στο αισθη­τι­κό, νοη­μα­τι­κό και τελι­κά ποι­η­τι­κό κύμα του, αφή­νει στον κάθε δημιουρ­γό το δικαί­ω­μα του αυτο­προσ­διο­ρι­σμού και της εκλε­κτι­κό­τη­τας. Με βάση αυτή την δυνα­μι­κή, ενώ υπάρ­χει ο μετα­μο­ντερ­νι­σμός στις τέχνες ως μια γενι­κή κατά­στα­ση συν­δε­δε­μέ­νη με την επέ­λα­ση του «θαυ­μα­στού και­νούρ­γιου κόσμου» δεν υπάρ­χει μία «σχο­λή του μετα­μο­ντερ­νι­σμού» η οποία θα τυπο­ποιού­σε τα μορ­φι­κά και νοη­μα­τι­κά η άλλα χαρα­κτη­ρι­στι­κά, κατά την πρα­κτι­κή του παρελ­θό­ντος. Εκεί­νο που υπάρ­χει είναι: Οι συγκε­κρι­μέ­νοι συγ­γρα­φείς της «μετα­μο­ντέρ­νας κατά­στα­σης» που ανά­λο­γα με την δύνα­μη του «ταλέ­ντου» τους, το «ντου­έ­ντε» τους, όπως έλε­γε ο Lorca, ανοί­γουν ή δεν ανοί­γουν και­νούρ­γιους δρόμους.
Στην «Ορε­στειά­δα», κατά την εκτί­μη­σή μου, ανοί­γε­ται ένας και­νούρ­γιος δρό­μος τον οποίο θα μπο­ρού­με να ονο­μά­σου­με «Δρό­μο του Δέους» και στο βαθ­μό, που αυτός ο δρό­μος οδη­γεί σε μια θεα­τρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτή θα μπο­ρού­σα­με να ονο­μά­σου­με: «Θέα­τρο του Δέους».
(Αλλά πριν προ­χω­ρή­σω σε ορι­σμέ­νες ερμη­νευ­τι­κές επι­ση­μάν­σεις που αφο­ρούν την ποι­η­τι­κή του κει­μέ­νου θα επι­χει­ρή­σω μίαν περι­λη­πτι­κή του αναφορά).
Στην «Ορε­στειά­δα» λαμ­βά­νουν μέρος πέντε πρό­σω­πα: α) Η Γυναι­κεία Φωνή Του Θεού
β) Ο Ορέ­στης Της Απέ­να­ντι Πολυκατοικίας
γ) Η Οικο­δέ­σποι­να Κ. – Κλυταιμνήστρα
δ) Ο Ορέστης
και ε) ο Κούρδος.
Το πρώ­το και το τελευ­ταίο πρό­σω­πο έχουν, κατά κάποιο τρό­πο, μίαν δρα­μα­τουρ­γι­κή αυτο­νο­μία ενώ τα άλλα συγκρο­τούν ετε­ρό­τη­τες δύο κυρί­αρ­χων προ­σώ­πων. Δηλα­δή, ο Ορέ­στης Της Απέ­να­ντι Πολυ­κα­τοι­κί­ας. και ο Ορέ­στης συγκρο­τούν την δρα­μα­τι­κή ετε­ρό­τη­τα του Ορέ­στη και η Οικο­δέ­σποι­να Κ. – Κλυ­ται­μνή­στρα την δρα­μα­τι­κή ετε­ρό­τη­τα της Κλυ­ται­μνή­στρας. Είναι αυτο­νό­η­το ότι το δρα­μα­τι­κό βάρος πέφτει σ’ αυτές τις ομο­ού­σιες ετε­ρό­τη­τες, ενώ τα άλλα δύο πρό­σω­πα τα οποία όμως και αυτά εν τέλει συγκρο­τούν μία ιδιό­τυ­πη ετε­ρό­τη­τα, έχουν έναν λει­τουρ­γι­κό χαρα­κτή­ρα. Φέρ­νουν κάτι η διευ­θε­τούν τα σκη­νι­κά δρώ­με­να. Το κεί­με­νο διαρ­θρώ­νε­ται σε τρία, κύρια, μέρη:
α) Είσο­δος
β) Η Νυχτε­ρι­νή Σύνα­ξη Λαβω­μέ­νων Ζώων
και γ) Έξοδος.
Η Νυχτε­ρι­νή Σύνα­ξη (των) Λαβω­μέ­νων Ζώων) διαρ­θρώ­νε­ται σε έξη επί μέρους Συνά­ξεις, οι οποί­ες απο­τε­λούν το κύριο μέρος του θεα­τρι­κού αυτού εγχειρήματος.
Στην Είσο­δο ακού­γε­ται η Γυναι­κεία Φωνή Του Θεού η οποία αφού απο­κα­λύ­ψει και περι­γρά­φει με την βοή­θεια ενός προ­βο­λέα την σκη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κατευ­θύ­νε­ται στον χώρο των θεα­τών απ’ όπου επι­λέ­γει έναν και τον καθι­στά δρα­μα­τι­κό ήρωα. Πρό­κει­ται για τον Ορέ­στη Της Απέ­να­ντι Πολυ­κα­τοι­κί­ας (ο Ορέ­στης Π.)
Στην πρώ­τη Σύνα­ξη βλέ­που­με και ακού­με τον Ορέ­στη Π. να ξετυ­λί­γει ένα μακρύ μονό­λο­γο ανα­γνω­ρι­στι­κής σημα­σί­ας αλλά και ιδιό­τυ­που δρα­μα­τι­κού ψυχι­σμού, ενώ από το υπε­ρώ­ον τον παρα­κο­λου­θεί η Οικο­δέ­σποι­να Κ., αμίλητη.
Το ερώ­τη­μα που βαραί­νει δρα­μα­τι­κά σ’ αυτόν τον μακρύ μονό­λο­γο είναι αυτό:
Γύρι­σα…
Τι να βρω και τι να πω….
(…) Μου ‘λυσες τα πάνω – κάτω…
Πάνω σε νομί­ζου­νε νεκρό
και μέσα ζεις!…
Η απο­στρο­φή αυτή λέγε­ται ενώ ο Ορέ­στης Π. βρί­σκε­ται πάνω από το Σήμα του Αγαμέμνονα.
Στην Δεύ­τε­ρη Σύνα­ξη εμφα­νί­ζε­ται η Οικο­δέ­σποι­να Κ., η οποία αρχί­ζει ένα συγκρου­σια­κό διά­λο­γο με τον Ορέ­στη Π. Στην διάρ­κεια του δια­λό­γου ξετυ­λί­γο­νται όλα τα συν­θε­τι­κά στοι­χεία της ποι­η­τι­κής του δρά­μα­τος. Δηλα­δή η ειρω­νεία, η βακ­χι­κή και θεο­φα­γι­κή μανία, η εσω­τε­ρι­κή ερή­μω­ση ως προ­ε­τοι­μα­σία για το βίω­μα του Δέους. Επί­σης λαμ­βά­νουν χώρα διά­φο­ρες τελε­τουρ­γί­ες χοϊ­κού χαρα­κτή­ρα. Ο Ορέ­στης Π. ετοι­μά­ζε­ται να κατέ­βει στη χώρα των νεκρών, ενώ η Οικο­δέ­σποι­να Κ. απο­σύ­ρε­ται στο υπε­ρώ­ον της.
Οι στί­χοι που ορί­ζουν τον χαρα­κτή­ρα της επι­κεί­με­νης Κατά­βα­σης, της Νεκνί­ας, είναι αυτοί:
…Σούρ­σι­μο στο σούρσιμο…
όλου του κόσμου ματωμένοι
μαζω­χτεί­τε…
κι ελά­τε ν’ αντα­μώ­σου­με στην κάτω πόλη
την υπό­γεια
στην πόλη που μας κλείσανε
και σέρ­νο­νται τα ζώα
να συχνω­τί­σου­νε το στέρ­νο τους…
Στην Τρί­τη Σύνα­ξη ο Ορέ­στης Π. μπαί­νει μέσα σ’ ένα τάφο από τους πολ­λούς που βρί­σκο­νται στην σκη­νή και κρύ­βε­ται μέσα. Σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να εμφα­νί­ζε­ται στη σκη­νή ο Κούρ­δος ενώ έξω από αυτήν βρί­σκο­νται και άλλοι ομο­ε­θνείς του. Ο Κούρ­δος σέρ­νει ένα ξύλι­νο άλο­γο, τον Δού­ρειο Ίππο. Μονο­λο­γεί στην αρχαία κουρ­δι­κή διά­λε­κτο «Κουρ­μαν­τσί» και, φυσι­κά, στα Ελλη­νι­κά. Βρί­σκε­ται σε κατά­στα­ση σελη­νια­σμού βγά­ζο­ντας άναρ­θρες κραυ­γές και επι­κα­λού­με­νος άγνω­στες δυνά­μεις. Ο Ορέ­στης Π. παρα­κο­λου­θεί από το μνήμα
μισο­κρυμ­μέ­νος τα δρώ­με­να όπως και η Οικο­δέ­σποι­να Κ. από το δικό της χώρο. Ο Κούρ­δος επα­να­λαμ­βά­νο­ντας την φρά­ση: Βγές… βγές… αντι­λαμ­βά­νε­ται στην κοι­λιά του αλό­γου την ακα­θό­ρι­στη παρου­σία ενός προ­σώ­που το οποίο κάποια στιγ­μή τίκτε­ται πάνω στην σκη­νή. Πρό­κει­ται για τον Ορέ­στη, ο οποί­ος περι­γρά­φε­ται με φοβε­ρό τρό­πο και συγκε­κρι­με­νο­ποιεί τα συναι­σθή­μα­τα του Δέους. Την ίδια στιγ­μή ο Ορέ­στης Της Απέ­να­ντι Πολυ­κα­τοι­κί­ας βγαί­νει από το μνή­μα και απο­σύ­ρε­ται σε μια γωνία. Ταυ­τό­χρο­να ο Ορέ­στης (του Δέους) αρχί­ζει να μιλά σε μια ακα­τα­νό­η­τη γλώσ­σα. Ο Ορέ­στης Π. αντα­πο­κρί­νε­ται σ’ αυτήν την παρα­λη­ρη­μα­τι­κή γλώσ­σα με αιτιο­λο­γι­κό, αλλά και δια­με­σο­λα­βη­τι­κό, όσον αφο­ρά τους θεα­τές και τον Ορέ­στη, τρόπο.
Κάποιες στιγ­μές ακού­γε­ται και η Γυναι­κεία Φωνή Του Θεού να χαχα­νί­ζει σαρδόνια.
Η σύνα­ξη αυτή κατέ­χει τον μυη­τι­κό πυρή­να του δρά­μα­τος. Ο μυη­τι­κός αυτός πυρή­νας εμπε­ριέ­χει την προ­τρο­πή του Ορέ­στη Π., προς το κοινό:
…Τι κάθε­στε;…
…δε βλέ­πε­τε;…
…καύ­κα­λα και σπερδούκλια…
…αφή­στε το ζώο να βγει από μέσα…

Στην Τέταρ­τη Σύνα­ξη που απο­τε­λεί ένα δια­κεί­με­νο της δρα­μα­τι­κής κορύ­φω­σης, πραγ­μα­το­ποιεί­ται ο φόνος της Κλυ­ται­μνή­στρας από τον γιο της, τον Ορέ­στη του Δέους. Η σύνα­ξη αυτή έχει τρο­μα­κτι­κή έντα­ση για τα ήθη κάθε καιρού.
Ένα μόνο παρά­δειγ­μα θα αναφέρω:
Μετά το φόνο που συντε­λέ­στη­κε μες στο σκο­τά­δι, ο Ορέ­στης Της Απέ­να­ντι Πολυ­κα­τοι­κί­ας, που τον έζη­σε πάνω στον Δού­ρειο Ίππο, τον σχο­λιά­ζει με τον δικό του τρό­πο: Λέει για τον μητροκτόνο:

…Καμά­κω­σε ξεσκίζοντας
τη χλαί­νη του πατέ­ρα σου…
…κι εγώ…
…τα πάθη σου θα τραγουδώ…
…ρίχνο­ντας μούρα…
…στο τρα­πέ­ζι της αυλής σου…
…να βάφω κόκκινο…
…το άσπρο σου που­κά­μι­σο (…) ……Δώσ’ μου την νύχτα σου…

Τέλος ο Ορέ­στης Της Απέ­να­ντι Πολυ­κα­τοι­κί­ας βλέ­πει «ένα σκου­ρια­σμέ­νο τσί­γκι­νο ντους. Στέ­κε­ται από κάτω με το κεφά­λι σηκω­μέ­νο ψηλά αφή­νο­ντας το καυ­τό νερό που αχνί­ζει να τρέ­χει στο πρό­σω­πό του (…) Μέσα σε αδιέ­ξο­δο αρχί­ζει να πλέ­νει το σώμα του. Αρχί­ζει να τρα­βά­ει τα ρού­χα του. Τρα­βά­ει και ξεσχί­ζει τα μανί­κια από τους ώμους, ξεσχί­ζει το στέρ­νο, τα κου­μπιά της φανέ­λας του. Τρα­βά­ει και ξεσχί­ζει τα ρού­χα του σαν να είναι δέρ­μα που θέλει να ξεκολ­λή­σει από πάνω του».

Στην Πέμ­πτη Σύνα­ξη ο Ορέ­στης σέρ­νει την νεκρή Κλυ­ται­μνή­στρα ανά­σκε­λα στο πάτω­μα. (…) Τη σέρ­νει μπρο­στά από τον έκπλη­κτό Ορέ­στη Της Απέ­να­ντι Πολυ­κα­τοι­κί­ας. Με βίαιες κινή­σεις την αρα­διά­ζει με το κεφά­λι στο προ­σκή­νιο. Με σηκω­μέ­να τα πόδια της στα γόνα­τα και τα σκέ­λια της ανοι­χτά, το φου­στά­νι μόλις σκε­πά­ζει την λεκά­νη της. Ο μητρο­κτό­νος βημα­τί­ζει φυσο­μα­νώ­ντας πέρα δώθε. Ύστε­ρα απο­φα­σι­στι­κά μπαί­νει ανά­με­σα στα ανα­ση­κω­μέ­να σκέ­λια της και στέ­κε­ται όρθιος στα δυο του πόδια ανοι­χτά. Με προ­τε­τα­μέ­νη τη λεκά­νη και τα γεν­νη­τι­κά του όργα­να μπρο­στά την κοι­τά­ζει ακί­νη­τος. Τέλος σωριά­ζε­ται ολό­κλη­ρος μέσα στα σκέ­λια της. Βαστά­ει το πρό­σω­πο μες στις παλά­μες του και το σκεπάζει…
Οι εικό­νες είναι τρο­μα­κτι­κές. Μπρο­στά στα μάτια μας συντε­λεί­ται η ύψι­στη ασέ­βεια. Εδώ δεν υπάρ­χουν τα πολι­τι­σμι­κά όρια του απα­γο­ρευ­μέ­νου και μη απα­γο­ρευ­μέ­νου. Όλα συντε­λού­νται οργα­νι­κά εκεί που εδρά­ζει το πάθος και το έρε­βος, η φρί­κη, η οιμω­γή, η οδύ­νη, το ζώον φτά­νει στον ερε­βι­κό του πυθ­μέ­να. Βιώ­νει το Δέος ως υπαρ­ξια­κή σφα­γή, μετά­λη­ψη και συνου­σία. Όλα τα δεδο­μέ­να ακό­μα και αυτά της αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας εννοώ: Της Ορέ­στειας –έχουν ανα­τρο­πή, όχι στο επί­πε­δο της «μιμή­σε­ως σπου­δαί­ας πρά­ξε­ως» αλλά στο επί­πε­δο το εντός, το οργα­νι­κό. Νοιώ­θου­με να συμ­με­τά­σχου­με όπως στις «ανθρω­πο­κτό­νες θυσια­στι­κές μετα­λή­ψεις» των πρω­τό­γο­νων φυλών σε μία κατά­στα­ση όπου, όπως γρά­φει ο Πανα­γής Λεκα­τσάς, «…έρχε­ται σαν κορυ­φω­μός ενός εκστα­σια­σμού, όπου ο μύστης, έχο­ντας κι’ όλας μετα­φερ­θεί σ’ ένα κόσμο θαυ­μα­τι­κό, γεύ­ε­ται σαν υπέρ­τα­τη ηδο­νή την ένω­σή του με το θείο. (…)
Η αγαλ­λί­α­ση τού­τη ανα­σμί­γε­ται με την κατά­θλι­ψη και την φρί­κη. Οι μέρες του σπα­ραγ­μού και της ωμο­φα­γί­ας είναι μέρες μολε­μέ­νες και στυ­γνές, οι ιερουρ­γί­ες περι­ζώ­νο­νται από νηστεία και κοπε­τούς, βαραί­νουν πάνω τους η κατά­θλι­ψη και το δέος…»
Σε μια παρό­μοια μ’ αυτήν που περι­γρά­φει ο (μέγας) Λεκα­τσάς κατά­στα­ση μας παρα­πέ­μπει ολό­κλη­ρη η «Ορε­στειά­δα» αλλά ειδι­κά η Πέμ­πτη Σύνα­ξη, το απο­κο­ρύ­φω­μα της οποί­ας συντε­λεί­ται με το φοβε­ρό ερώ­τη­μα που θέτει μετά από όσα έχουν συμ­βεί – ο Ορέ­στης Της Απέ­να­ντι Πολυκατοικίας :
…Πες μου!
…Ποιος έχει πεθά­νει και ποιος ζει;
…Ποιος ζει; 
Η Έκτη Σύνα­ξη παί­ζει το ρόλο της οργα­νι­κής αυτο­συ­νει­δη­σί­ας του Ορέ­στη Της Απέ­να­ντι Πολυ­κα­τοι­κί­ας. Μην ξεχνά­με ότι ο Ορέ­στης αυτός είναι ένας από μας. Τον επέ­λε­ξε η Γυναι­κεία Φωνή Του Θεού και ανέ­βη­κε στη σκη­νή. Ήρθε ντυ­μέ­νος αλλά τώρα είναι γυμνός, έχει κάνει ένα συμ­βο­λι­κό αυτο­σπα­ραγ­μό προ­κει­μέ­νου να φανε­ρω­θεί το μέσα του, «το υπό­γειο» όπως λέει χαρα­κτη­ρι­στι­κά ο Χάρης Πλου­μί­δης. Για να γίνει όμως αυτή η μετα­λη­πτι­κή αυτο­θυ­σια­στι­κή ιερουρ­γεία χρειά­στη­κε να βιώ­σει εν τω γίγνε­σθαι πρά­ξεις από­λυ­της ασέ­βειας και ύβρε­ως οι οποί­ες αισθη­το­ποιού­νται στα πρό­σω­πα του Ορέ­στη και της Κλυ­ται­μνή­στρας. Οι πρά­ξεις αυτές δεν είναι τρα­γι­κές μόνο αλλά και κάτι άλλο βαθύ­τε­ρο, Προ­λο­γι­κό­τε­ρο, είναι Δεοτικές.
Ο Ορέ­στης Της Απέ­να­ντι Πολυ­κα­τοι­κί­ας στον μακρύ μονό­λο­γο της Έκτης Σύνα­ξης, ο οποί­ος δια­κό­πτε­ται μόνο σε δυο σημεία από την Γυναι­κεία Φωνή Του Θεού η οποία προ­ε­τοι­μά­ζει σιγά – σιγά την έξο­δο, βρί­σκε­ται σε κατά­στα­ση βακχείας.
Προ­σκα­λεί όλο το θία­σο και τους θεα­τές σε μία εξόρμηση:
…Ξεκί­να…
…από την Καλαμάτα!…
…κι’ ανη­φό­ρι­σε
…την Πελο­πόν­νη­σο…
…Πάμε στα νησιά…
…γύρ­να το χορό στη Στερεά…
…τη Θεσ­σα­λία…
…την Ήπει­ρο…
…Πάμε Μακε­δο­νία…
…Θρά­κη…
…Στά­σου…
…να ξεπε­ζέ­ψου­με στην Ορεστειάδα!…
Όλη όμως αυτή η βακ­χι­κή εξόρ­μη­ση γίνε­ται για ένα κυρί­ως λόγο: Να γίνει μια συνά­ντη­ση όπου:
…Μέσα…
…κατά­κε­ντρα της γης…
…ακούν το ζώο που θρηνεί…
Το άκου­σμα αυτού του ζώου που τώρα το νοιώ­θει κατά­κε­ντρα στο στή­θος του ο Ορέ­στης Π. γίνε­ται το όχη­μα για να ταυ­τι­στεί με τον μητρο­κτό­νο, δεο­τι­κό, τρα­γι­κό και τελι­κά απο­κα­θαρ­μέ­νο Ορέ­στη. Η εσω­τε­ρι­κή όμως αυτή πορεία υπήρ­ξε ανε­λέ­η­τη ως την έσχα­τη στιγμή.
…Πλά­νη­τας…
…Έρη­μος μες την χώρα μου σέρνομαι…
…Χωρίς πατρί­δα…
Η τρα­γι­κά οργα­νι­κή αυτή αυτο­συ­νει­δη­σία μετα­μορ­φώ­νει τελι­κά τον Ορέ­στη του «ρετι­ρέ», εννοώ τον Ορέ­στη της κοι­νω­νι­κά προσ­διο­ρι­σμέ­νης καθη­με­ρι­νό­τη­τας και συνά­φειας σε Ορέ­στη του «υπό­γειου». Να πως αισθη­το­ποιεί­ται αυτή η ανε­κλά­λη­τη στιγ­μή της επα­νεύ­ρε­σης του Ιερού Κέντρου της ύπαρξης :
«Σκύ­βει και αργά – αργά ξανα­βά­ζει το κεφά­λι του μέσα στον τάφο. Οι καπνοί έρπουν στο πάτω­μα και μέσα στη γενι­κή ησυ­χία κου­βα­λά­νε στα διά­βα τους μακρι­νούς και από­κο­σμους ήχους που εναλ­λάσ­σο­νται ο ένας τον άλλον, όπως οι κήρυ­κες όταν αναγ­γέλ­λουν και­νούρ­γιο ερχο­μό. Ησυ­χία. Ακού­γε­ται μια μάν­να που σιγο­μουρ­μου­ρί­ζει το σκο­πό από το «Τζι­βα­έ­ρι». Μέσα στην εξαί­σια μου­σι­κή παν­δαι­σία που ξετυ­λί­γε­ται με τους καπνούς ο Ορέ­στης Π. (…) βγά­ζει το κεφά­λι του έξω από τον τάφο, φέρ­νει την μάσκα του Ορέ­στη στο πρό­σω­πό του και ψιθυ­ρί­ζει προς το κοινό.

…Ορέ­στης!…
(βγά­ζο­ντας την μάσκα).
…Ποιος Ορέ­στης;…
Στην έξο­δο ξανα­γυ­ρί­ζου­με στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο Ορέ­στης Π. βγαί­νει από τον τάφο. «Φορά­ει το παντε­λό­νι, το που­κά­μι­σο, βάζει τις κάλ­τσες, τα παπού­τσια (…). Όση ώρα ντύ­νε­ται και περι­ποιεί­ται τον εαυ­τό του, εναλ­λάσ­σει στα χέρια του τη χρυ­σή μάσκα του Ορέ­στη. (…) Με όψη ανθρώ­που που δε θυμά­ται τι συνέ­βη, κάπου κάποιον ανα­ζη­τά για να του τη δώσει, κοι­τά­ζο­ντας που και που προς το κοι­νό. Τέλος, μη βρί­σκο­ντας, επι­στρέ­φει και την αφή­νει πάνω στον τάφο. Μετρώ­ντας τις κινή­σεις του παίρ­νει τη βαλί­τσα. (…) Με βαριά βήμα­τα προ­χω­ρά­ει και στα­μα­τά­ει στο σκα­λο­πά­τι που οδη­γεί στην πλα­τεία(…). Η χρυ­σή μάσκα του Ορέ­στη αφη­μέ­νη πάνω στον τάφο, περιμένει.
Τα φώτα χαμη­λώ­νουν, σβή­νουν σιγά – σιγά και γίνε­ται σκο­τά­δι. Μες το σκο­τά­δι εμφα­νί­ζε­ται μία ακα­θο­ρι­στου ηλι­κί­ας γυναι­κεία φιγού­ρα φορ­τω­μέ­νη με μπα­γκά­ζια τα οποία στοι­βά­ζει στην άκρη της σκη­νής και ύστε­ρα ανε­βαί­νει πάνω και κάθε­ται με την πλά­τη γυρι­σμέ­νη στο κοι­νό. Τότε ακού­γε­ται η Γυναι­κεία Φωνή Του Θεού η οποία με ερω­τι­κή φωνή λέει:
……………………….
Στη νέα μας συχνότητα

θα τρα­γου­δή­σου­νε μπρο­στά μας
παρέα με τον νέο μας επισκέπτη,
πρώ­τη φορά μαζί
για σας
το γνω­στό ρεφρέν
της επό­με­νης σύναξης
Αρχί­ζου­με από την πλατεία…
(…) Ο επόμενος…ο επόμενος…ο επόμενος…

Ο επό­με­νος μπο­ρεί να ήμα­στε ο καθέ­νας που θα θελή­σει να μπει στην σκη­νι­κή συμ­βο­λι­κή δια­δι­κα­σία του δεο­τι­κού αυτοσπαραγμού.
Το πράγ­μα είναι δύσκο­λο, σχε­δόν ακα­τόρ­θω­το φαντά­ζει για τα μέτρα της επο­χής μας. Ωστό­σο σ’ αυτό το γενι­κό μπλακ άουτ που εξα­φα­νί­ζει την Ευρώ­πη του ορθο­λο­γι­σμού, της τεχνο­κρα­τί­ας, των δια­κο­σμη­τι­κών ηθών και αστι­κών εθί­μων, σ’ αυτή την Ευρώ­πη του χαμέ­νου ιερού κέντρου η πρό­τα­ση ενός Προ­λο­γι­κού, Θυσια­στι­κού και Μετα­λη­πτι­κού Θεά­τρου όπως είναι η «Ορε­στειά­δα» του Χάρη Πλου­μί­δη, είναι ότι καλύ­τε­ρο μπο­ρεί κανείς να αρθρώ­σει ως επί­λο­γο μιας μεγα­λειώ­δους επο­χής Ευρω­παϊ­κού Θεά­τρου και ως Πρό­λο­γο μιας νέας επο­χής που ανα­πό­φευ­κτα ανα­τέλ­λει στο φοβε­ρό ορί­ζο­ντα του κόσμου.

ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΡΔΑΚΗΣ
** Η παρου­σί­α­ση του θεα­τρι­κού βιβλί­ου Ορε­στειά­δα του Χάρη Πλου­μί­δη οργα­νώ­θη­κε από το Τμή­μα Κοι­νω­νιο­λο­γί­ας του Πάντειου Πανε­πι­στη­μί­ου, τον Σύλ­λο­γο Κοι­νω­νιο­λό­γων Ελλά­δας και την Πανελ­λή­νια Δια­πα­νε­πι­στη­μια­κή Εφη­με­ρί­δα ””Φοι­τη­τι­κή Επικοινωνία””.

** Ο Συγ­γρα­φέ­ας της ‘’Ορε­στειά­δας’’, των κουρ­δι­κών εκδό­σε­ων Κοmal – Διά­σω­ση και Διά­δο­ση της Κουρ­δι­κης Κουλ­τού­ρας (Κων­στα­ντι­νού­πο­λη) Χάρης Πλου­μί­δης κατα­δι­κά­στη­κε στην Τουρ­κία σε δύο χρό­νια φυλά­κι­σης με την κατη­γο­ρία ότι «…αμφι­σβη­τεί τα σύνο­ρα της Τουρ­κί­ας και απει­λεί το τουρ­κι­κο κρά­τος με δια­με­λι­σμό» επει­δή ο Κούρ­δος ήρω­ας της «Ορε­στειά­δας» που κου­βα­λά­ει τον Δού­ρειο Ίππο μιλά­ει την αρχαία Κουρ­δι­κή Διά­λε­κτο «Κουρ­μαν­τσί» που απα­γο­ρεύ­ε­ται να μιλούν και να γρά­φουν ελεύ­θε­ρα οι Κούρ­δοι στο Κουρ­δι­στάν και στην Τουρκία.

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ
(Αίθου­σα 209)

Ομι­λη­τής : ΜΠΑΜΠΗΣ ΣΤΕΡΤΣΟΣ

ΘΕΜΑ

«Το θέα­τρο μετα­ση­μειο­λο­γεί­ται – το μετα­μο­ντέρ­νο πνεύ­μα αυτο­α­ναι­ρεί­ται, αυτο­α­κυ­ρώ­νε­ται από μια πιο εξε­λιγ­μέ­νη μορ­φή με πτυ­χές τρα­γι­κού και οδη­γεί­ται σε μια θεμε­λια­κή αξία πιο ισχυ­ρή που παρά­γει νόη­μα και απο­φά­σεις – στο θεα­τρι­κό έργο ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ του Χάρη Πλουμίδη».

(Ο Μπά­μπης Στέρ­τσος είναι Κοι­νω­νιο­λό­γος, αντι­πρό­ε­δρος τού Συλ­λό­γου Κοι­νω­νιο­λό­γων Ελλά­δας, εκδό­της και διευ­θυ­ντής της Πανελ­λή­νιας Δια­πα­νε­πι­στη­μια­κής Εφη­με­ρί­δας ””Φοι­τη­τι­κή ΕΠΙκοινωνία””)

ΕΙΣΗΓΗΣΗ

Η γρα­φή του Χάρη Πλου­μί­δη μοιά­ζει να ανα­πτύσ­σε­ται σε ένα έδα­φος όπου τα υπό­γεια νερά του εξπρε­σιο­νι­σμού και του υπαρ­ξι­σμού ποτί­ζουν τις ρίζες των λέξε­ων και ενί­ο­τε των νοη­μά­των ανυ­ψώ­νο­ντας τους χυμούς τους ως τα χέρια του συγ­γρα­φέα ο οποί­ος ακο­λου­θώ­ντας αισθη­τι­κά την αρχαϊ­κή γλυ­πτι­κή δημιουρ­γεί μια ρηξι­κέ­λευ­θη πρό­τα­ση για τα θεα­τρι­κά δεδο­μέ­να με στό­φα επι­κή και χοϊ­κές μορφές.
Μέσα από πυκνό­τα­τους συμ­βο­λι­σμούς, από τον λυρι­σμό αλλά και την άντω­ση, τα δρώ­με­να παρά­γουν ένα τρα­γι­κό φέγγος.
Οι «εσω­τε­ρι­κές φρά­σεις» του συγ­γρα­φέα απε­λευ­θε­ρω­μέ­νες από κάθε συντα­κτι­κή και γραμ­μα­τι­κή δέσμευ­ση δημιουρ­γούν τον καμ­βά όπου η αυθε­ντι­κή «ύπαρ­ξη» γίνε­ται πάντα η «προ­σω­πι­κή ύπαρ­ξη». Είναι η εξαί­ρε­ση που ξεφεύ­γει από κάθε κανό­να και κάθε ταξινόμηση.
Το έργο είναι λυρι­κό, στο­χα­στι­κό αλλά ταυ­τό­χρο­να βίαιο και απο­τρό­παιο. Συνυ­πάρ­χουν η ακο­λου­θία μιας μακραί­ω­νης παρά­δο­σης με την δυνα­μι­κή μιας νέας κατά­κτη­σης όπου τα πρό­σω­πα του έργου υπάρ­χουν πριν την θέσπι­ση του «Λόγου», πριν την θεμε­λί­ω­ση των δικαιω­μά­των, δηλα­δή πριν το «δίκαιο», την «ηθι­κή», την ταξι­νό­μη­ση «καλού» και «κακού».
Ο «Λόγος» είναι τα ίδια τα πρό­σω­πα που ως υπάρ­ξεις ερμη­νεύ­ουν τον κόσμο. Αυτά επω­μί­ζο­νται το τρα­γι­κό φορ­τίο που δεν συνι­στά ανα­τρο­πή της λογι­κής ή της ηθι­κής τάξης για­τί αυτή η τάξη δεν υπάρ­χει ακό­μα στη συνεί­δη­ση των ηρώ­ων παρά μόνο σαν τρα­γι­κή βίω­ση, μια τρο­μα­κτι­κή αλλά και αθώα έξο­δος προς την ίδια την ουσία της «ύπαρ­ξης». Μη στη­ρι­ζό­με­νη εδώ a priori σε μια καθο­λι­κή αξία η «ύπαρ­ξη» γίνε­ται ελευ­θε­ρία και ελευ­θε­ρία σημαί­νει τόσο την «δυνα­τό­τη­τα» να κατα­κτά για τον εαυ­τό της μια σημα­σία αλλά παράλ­λη­λα να είναι και μια έννοια ριζι­κής αβε­βαιό­τη­τας και προβληματικής.

«…Πλά­νη­τας…
…Έρη­μος μες την χώρα μου σέρνομαι…
…Χωρίς πατρί­δα…
…. Έγκλη­μα….
…Θρη­νώ μέσα στο δρόμο….
…και τρα­βάω το χαμό να ξεριζώσω…
…Ρήμα­ξα στη χώρα μου να περιμένω…
…Μόνος….
…Άκου…
…Που θα ‘βγει αυτό δεν ξέρω….
…Έξω απ’ το δρό­μο με τρα­βά­ει και με σέρνει…
…Αθέ­λη­τα…
…Έξω από φταί­ξι­μο θα ‘μαι αν πράξω…
…Αν τ’ αμελήσω…
….Δεν το χωρά­ει νους…
…τι συμ­φο­ρές με περι­μέ­νουν…» [1]

Η ελευ­θε­ρία είναι σαν ένα όμορ­φο κινέ­ζι­κο βάζο δου­λε­μέ­νο χρό­νια και με υπο­μο­νή που μπο­ρεί ανά πάσα στιγ­μή να σπά­σει. Η ευθύ­νη της βρί­σκε­ται στην έννοια που έχει ο καθέ­νας να εμπνευ­στεί απ’ αυτή. Να εκλέ­ξει, να αντι­λη­φθεί την «ευθύ­νη» της ζωής και να δημιουρ­γή­σει από το μηδέν. Ο άνθρω­πος μέσα στην αγω­νία του να δια­μορ­φώ­σει έναν κόσμο με ασφά­λεια συμ­βι­βά­ζε­ται μέσα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της καθη­με­ρι­νό­τη­τας και γίνε­ται άνθρω­πος της μάζας απε­μπο­λώ­ντας την «αυθε­ντι­κή» του, την «ηρω­ι­κή» του ύπαρξη.
«…Που­θε­νά…
…Δε βγά­ζει πουθενά…
…Μας παίρ­νει και μας φέρνει…
…Και πίσω μας γυρίζει…
…Ολο­τα­χώς…
…στο ίδιο πάτωμα…
…αγκα­λια­σμέ­νοι…
…δυο παλά­μες μετρη­μέ­νες τρεις κι εξή­ντα… [2]

Δίπλα στις χωμα­τε­ρές της μαζι­κής κουλ­τού­ρας και τις ρυτι­δω­μέ­νες ιδέ­ες, του παρό­ντος ο Χάρης Πλου­μί­δης ανοί­γει μια χαραγ­μα­τιά στον πίνα­κα της βαρ­βα­ρό­τη­τας φωτί­ζο­ντας απο­κα­λυ­πτι­κά το πραγ­μα­τι­κό τοπίο της ψυχής μας.
Το χώρο της Άμου­ρης και Άφυ­λης ύπαρ­ξής μας. Εκεί όπου το σύνο­λο των εμπει­ριών μας, το Εγώ, το φύλο, η ηλι­κία δεν έχει καμία σημα­σία, μακριά από τις επάλ­λη­λες επι­στρώ­σεις ενός ιστο­ρι­κού χρό­νου που σωρεύ­ε­ται πάνω μας στρε­βλώ­νο­ντας τις συντε­ταγ­μέ­νες μας, απο­ξε­νώ­νο­ντάς μας σε οικεί­ες συνή­θειες και παρα­δό­σεις πει­θαρ­χί­ας, οδη­γώ­ντας μας συστη­μα­τι­κά σε συμπε­ρι­φο­ρές που είναι το νεκρό βάρος της αθω­ό­τη­τός μας.
Σχοι­νο­βα­τώ­ντας στο τέλος του αιώ­να ο Θεα­τράν­θρω­πος ακού­ει τις οιμω­γές, τις οδύ­νες και τις φωνές στα σφα­γεία του κόσμου. Στρέ­φει την προ­σο­χή στους ξεχα­σμέ­νους, στις μεγά­λες πεδιά­δες της μάχης όπου από­κλη­ροι, λει­ψοί, στιγ­μα­τι­σμέ­νοι, ματω­μέ­νοι, αφή­νουν τις κου­ρα­σμέ­νες ανά­σες τους να υπο­γρά­φουν τη μεγά­λη δια­κή­ρυ­ξη του αιώ­να. Η ιστο­ρία πλέ­ον δεν θα είναι των νικη­τών αλλά των θυμάτων.
Το πέταγ­μα της πετα­λού­δας απο­κα­λύ­πτει τη χαο­τι­κή συντρι­βή της ύπαρ­ξης στη μηχα­νή του χρό­νου. Στην αιώ­νια ερη­μιά του ανθρώ­που, έρχε­ται η τέχνη του ανθρώ­που να δώσει ένα νόη­μα. Το σκο­τά­δι και το μηδέν συνι­στούν το μετα­φυ­σι­κό τοπίο μέσα στο οποίο μπο­ρεί να φωτι­στεί το βάθος της αρχέ­γο­νης τελε­τουρ­γί­ας. Μόνο μπρο­στά στην κατα­στρο­φή, στον από­λυ­το πόνο της ψυχής ο άνθρω­πος ανα­κα­λύ­πτει τον εαυ­τό του. Αυτός ο ερει­πω­μέ­νος Άνθρω­πος, ο λεη­λα­τη­μέ­νος Άνθρω­πος. Η απο­δό­μη­ση [3] συντε­λεί­ται εντός του. Οι χώροι της ύπαρ­ξής του είναι τα κατα­πα­τη­μέ­να λιβά­δια που βόσκουν ατι­μώ­ρη­τοι οι κυρί­αρ­χοι. Σ’ ένα ματω­βα­μέ­νο αιώ­να καμία σχέ­ση δεν πρέ­πει να έχει ο άνθρω­πος με το βλέμ­μα των νικη­τών. Τι έμα­θε ο άνθρω­πος περι­δια­βαί­νο­ντας το «νεκρο­τα­φείο των φυλών» στο Σερά­γιε­βο και στη Ρουά­ντα χθες, στο Κουρ­δι­στάν σήμε­ρα; Τι διδά­χτη­κε μέσα σ’ αυτό το τοπίο το γεμά­το ναυ­τία και τύψεις συνει­δή­σε­ων; Απ’ ότι φαί­νε­ται τίπο­τα. Ένας ιστο­ρι­κός πεσι­μι­σμός σκε­πά­ζει τον ορίζοντα.
«…Μέσα…

κατά­κε­ντρα της γης…
ακούω το ζώο που θρη­νεί… [4]

Μπρο­στά στην άρνη­ση ενός «φωνο­λο­γι­κού» πολι­τι­σμού ο Χάρης Πλου­μί­δης σιω­πά και αντι­πα­ρα­θέ­τει μια «πολυ­φω­νι­κή γραφή».
Ωστό­σο δεν είναι μηδε­νι­στής. Η αξιο­λο­γι­κή ταυ­τό­τη­τα του έργου δεν συγκα­τα­νεύ­ει στην εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση της ύπαρ­ξης, ούτε προ­σφέ­ρε­ται σαν ανταλ­λα­κτι­κή αξία.
Μένει η γρα­φή με μια αστα­θή ισορ­ρο­πία να σημα­δεύ­ει στα­θε­ρά ένα συγκε­κρι­μέ­νο κέντρο, την υφι­στά­με­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που κινεί αυτή τη γρα­φή, την περ­σό­να που μετα­στοι­χειώ­νε­ται, που γίνε­ται ένα με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Και ξανά πίσω στο άδυ­το των βιω­μά­των. Είναι σαν το παι­χνί­δι της ψυχα­νά­λυ­σης. Ο ψυχα­να­λυ­τής με τον ασθε­νή του. Η θεα­τρι­κή ομά­δα με τους θεα­τές. Ένας χορός που ταυ­τό­χρο­να απο­γειώ­νε­ται και προ­σγειώ­νε­ται ανά­λο­γα με την ανθε­κτι­κό­τη­τα των ψυχι­κών αντι­στά­σε­ων του συγγραφέα.
Μια νέα ελι­σα­βε­τια­νή σχέ­ση συνέ­νω­σης του δημό­σιου και του ιδιω­τι­κού δημιουργείται.
Ανά­με­σα στην τέχνη και στο παρά­λο­γο που κινεί­ται το κεί­με­νο στις πολ­λα­πλές ανα­γνώ­σεις του υπάρ­χει μια σχέ­ση συνά­φειας και δια­φο­ρι­σμού ταυ­τό­χρο­να. Ο Φου­κώ έγρα­ψε ότι το θέα­τρο μέσα από την παρα­δο­ξο­λο­γία του, φανε­ρώ­νει την αλή­θεια του που είναι η αυτα­πά­τη του. Δηλα­δή ότι στην κυριο­λε­ξία είναι η τρέ­λα κι αυτός που τη φανε­ρώ­νει είναι ο Τσιέ­μνυ [5] .
Μακριά από την σκια­γρά­φη­ση του ηθο­ποιού και του χει­ρο­κρο­τη­τή ο Χάρης Πλου­μί­δης αντι­με­τω­πί­ζει τον άνθρω­πο ήρωα(ες) του σαν μονα­δι­κή πηγή ενέρ­γειας, στο ξερί­ζω­μα της μάσκας, στην απο­κά­λυ­ψη του πραγ­μα­τι­κού όντος. Η κίνη­σή του στην τρα­γω­δία αυτή είναι μια στα­θε­ρή κατα­βύ­θι­ση από την ευδαι­μο­νία στο μαρ­τύ­ριο και στο χάος, στο έρε­βος, την υπέρ­τα­τη οδύ­νη. «Τα ουσια­στι­κά στοι­χεία του ανθρώ­που δρά­μα­τος είναι η νοσταλ­γία της ενό­τη­τας, ο πόθος του από­λυ­του». [6]
Ακο­λου­θώ­ντας «υπό­γειες δια­δρο­μές» η ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ ξεκι­νά το ταξί­δι της απε­λευ­θέ­ρω­σης. Ανα­ζη­τώ­ντας τα ίχνη μιας «ζωντα­νής γλυ­πτι­κής» στη δρά­ση μας γυρί­ζει πίσω. Στη χαμέ­νη πηγή. Τις ιερές γιορ­τές, τις «άλλες γλώσ­σες» εγκα­τα­λεί­πο­ντας τα περιτ­τά. Κατευ­θυ­ντή­ρια οδός η via negativa. Ο αρνη­τι­κός ήχος. Η σιω­πή. Μια τρο­μα­κτι­κή σιωπή.
Μια σιω­πή που ουρ­λιά­ζει. Ένα ηφαί­στειο που πάλ­λε­ται πριν την έκρη­ξη, ένας εξορ­κι­σμός πριν το κακό. Κι ύστε­ρα η λάβα, οι πέτρες. Το φως που βγαί­νει από μέσα μετα­μορ­φώ­νει τ’ αντι­κεί­με­να, τους ανθρώ­πους, απο­ση­μειω­τι­κο­ποιώ­ντας τα σημεία… Εδώ το θέα­τρο μετα­ση­μειο­λο­γεί­ται. [7]
Απω­θεί τη σημειω­τι­κή σχέ­ση. Δεν ενδια­φέ­ρε­ται να λογο­δο­τή­σει σε κάποιο απόν σημαι­νό­με­νο, σε κάποιο κυρί­αρ­χο άλλο­θι. Τα πάντα φαί­νε­ται να διεκ­δι­κούν θέση σ’ αυτό το μυθι­κό χώρο της ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑΣ.
Η Μόνα Λίζα με τον Νατ-Κινγκ-Κόουλ, τα video games, οι βυζα­ντι­νές ψαλ­μω­δί­ες, ο Δού­ρειος Ίππος, τα σκου­ρια­σμέ­να καντράν τηλε­ό­ρα­σης κ.λπ. Η χημεία της παρά­δο­σης και του σύγ­χρο­νου δεν μπο­ρεί να ενο­χο­ποι­ή­σει τον  συγ­γρα­φέα ως κατα­στρο­φέα της παρά­δο­σης αφε­νός ή να τον αυτο­α­να­κη­ρύ­ξει ιστο­ρι­κό πρω­το­πό­ρο αφε­τέ­ρου, αλλά να τον προ­σεγ­γί­σει ως διορ­γα­νω­τή ενός μετα­λό­γου. Κάθε φορά που ο συγ­γρα­φέ­ας επι­στρέ­φει στο αρχαίο κεί­με­νο επι­στρέ­φει ως ταξι­διώ­της και ως φιλο­ξε­νού­με­νος και όχι ως άρπα­γας. «Στο κεί­με­νο λοι­πόν ούτε φωνή, ούτε υπο­κεί­με­νο». [8]
Όλο το έργο αρνεί­ται να τεθεί, να αντι­πα­ρα­τε­θεί ή να συμπα­ρα­τα­χθεί. Κυνι­κά συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νο αλλά και πολύ­μορ­φο όπως μια στα­γό­να νερού κάτω από μικρο­σκό­πιο περι­φέ­ρει την απι­στία του σε κάθε τι υλιστικό.
Στο έργο του Χάρη Πλου­μί­δη οι δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές ανά­με­σα στο θέα­τρο και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, την αισθη­τι­κή και την κοι­νω­νι­κή πρά­ξη, την τέχνη και την ιδε­ο­λο­γία δεν υπάρ­χουν, καταρρέουν.
Το έργο παρό­τι χρη­σι­μο­ποιεί ένα παλαιό μύθο σε μια σύγ­χρο­νη εκδο­χή, [9] παρα­σύ­ρε­ται σε μια δια­πο­λι­τι­σμι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα χωρίς τη σιγου­ριά ενός στα­θε­ρού χώρου σημεί­ω­σης,. Ο Έλιοτ χρη­σι­μο­ποιεί τον ίδιο μύθο στην «Οικο­γε­νεια­κή Συγκέ­ντρω­ση» (με δια­φο­ρε­τι­κές βέβαια προ­θέ­σεις) [10] , όμως στην ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ τα σημειω­τι­κά ζεύ­γη που ποδη­γέ­τη­σαν τις σχέ­σεις τέχνης – πρά­ξης, σημεί­ω­σης – κοι­νω­νί­ας ισο­πε­δώ­νο­νται μέσα από μια στυ­λι­στι­κή και εκφρα­στι­κή σάρω­ση όπου κανέ­ναν πρό­τυ­πο δεν δια­σώ­ζε­ται για την εξή­γη­ση της δια­φθο­ράς όλων των λογι­κών προτύπων.
Μέσα στη σιω­πή η ιστο­ρία, η ιδε­ο­λο­γία, εξα­φα­νί­ζο­νται και ανα­δει­κνύ­ε­ται ο αρχέ­τυ­πος Άνθρωπος.
Στη σιω­πή αυτή υπάρ­χει χώρος μόνο για όνει­ρα και εφιάλ­τες σε μια άλλη διά­στα­ση όπου οι ανά­γκες, οι επι­θυ­μί­ες, τα πάθη και οι ορμές, ξεχει­λί­ζουν και τελι­κώς πνί­γουν το Cogito, το γνω­στι­κό υπο­κεί­με­νο της μοντέρ­νας κατά­στα­σης. «Γνω­στι­κά παι­χνί­δια» και «Μορ­φές ζωής» [11] συγκρο­τούν μια «υπερ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα». [12] Είναι τότε που το παι­χνί­δι γίνε­ται επι­νοη­τι­κό­τη­τα, φαντα­σία, βού­λη­ση για δύνα­μη. Το παι­χνί­δι­σμα φωτί­ζει τη δομή των συμ­βό­λων. Συμ­βό­λων καθα­για­σμέ­νων από την παρά­δο­ση που απο­κα­λύ­πτουν τοπία μιας αρχαϊ­κής κατά­στα­σης. Ο Ορέ­στης και η Κλυ­ται­μνή­στρα παρα­πέ­μπουν στην Ορέ­στεια. Ο Χάρης Πλου­μί­δης ανυ­ψώ­νο­ντας τις βασι­κές ιδέ­ες αυτού του μύθου τις υπερ­βαί­νει ταυτόχρονα.
Ο L. Flaszen λέει ότι, «ο Νίτσε ήξε­ρε πως η υπέρ­βα­ση του μύθου ανα­νέ­ω­νε τις βασι­κές αξί­ες του και γινό­ταν ένα στοι­χείο απει­λής που ανα­σύ­σται­νε τους νόμους που γελοιο­ποιού­νταν». [13]
Μια «πηχτή γλώσ­σα» οδη­γεί στην από­στα­ξη των συμ­βό­λων και των κλη­ρο­νο­μη­μέ­νων μύθων. Μια δεύ­τε­ρη γρα­φή, μια τρί­τη… πολ­λές γρα­φές συνυ­πάρ­χουν παράλ­λη­λα δημιουρ­γώ­ντας έντο­να μια ποι­η­τι­κό­τη­τα που «την καθο­ρί­ζει η ικα­νό­τη­τα του κει­μέ­νου να γεν­νά διαρ­κώς δια­φο­ρε­τι­κές ανα­γνώ­σεις χωρίς ποτέ να εξα­ντλεί­ται ορι­στι­κά», σύμ­φω­να με τον ορι­σμό του Ουμπέρ­το Έκο. [14]
Μέσα από μια εγκό­σμια αγιο­σύ­νη ο ασκη­τής θεα­τής που θα έχει βιώ­σει το έργο γίνε­ται συντη­ρη­τής έργων τέχνης.
Ο Κούρ­δος του έργου είναι το τοπίο της ψυχής, η ανοι­χτή πλη­γή μας, η μνή­μη της ψυχής μας. Είναι η υπό­μνη­ση ότι η ιστο­ρία μας είναι «ένα αρχείο απο­φά­σε­ων» [15] των ισχυ­ρών. Ένα μπα­ού­λο ανοι­χτό γεμά­το πόνο και θλίψη.

«…Σχί­ζες, ξεμα­σχά­λω­τες η σάρ­κα μου
μοι­ρά­σμα­τα και ράμματα
μ’ ανθό­νε­ρο
τους φίλους μου τρατάρω…
…φερ­μέ­νους απ’ τα πέρα­τα της βασιλείας
σε μια σει­ρά από καρέ­κλες χειροποίητες
που τελειω­μό δεν έχουν…
…να στέ­κου­νε τραπεζομάχαιρα
κι’ επτά­ζυ­μο ψωμί [16]
…στρω­μέ­νο από κανά­τες με δρο­σό­νερο
δρό­μο ν’ αφή­νουν στα ποτή­ρια…» [17] .


Κάπως έτσι πρέ­πει να γεν­νή­θη­κε και η τρα­γω­δία πριν τρεις χιλιά­δες χρό­νια. Ως μία ανα­φο­ρά σε κάποιο νεκρό.

Το έργο του Πλου­μί­δη ωρί­μα­σε μες τη σιω­πή και την απου­σία αντί­δρα­σης του επί­ση­μου κρά­τους στην κατα­δί­κη ενός συγ­γρα­φέα. [18]
Ωρί­μα­σε αργά και στα­θε­ρά ως έργο δρα­πε­τεύ­ο­ντας από το ίδιο το κεί­με­νο! Όπως ακρι­βώς ωρι­μά­ζουν τα μεγά­λα έργα. Η παρα­γω­γή ενός αρκού­ντως περιε­κτι­κού και μεστού περιε­χο­μέ­νου που αντι­λαμ­βά­νε­ται την αισθη­τι­κή πρά­ξη ως μία πολι­τι­κή πρά­ξη που τους αγκα­λιά­ζει όλους, ηθο­ποιούς, θεα­τές, θεα­τές ηθο­ποιούς, πολί­τες, φώτι­σε με τα παρε­πό­με­να απο­τε­λέ­σμα­τα τους σκο­πούς του. Οι αντι­δρά­σεις των κρα­τού­ντων, οι συνέ­πειες, η συζή­τη­ση, η αφύ­πνι­ση, η συνέ­χεια…. είναι η από­δει­ξη. Με αυτή την έννοια το έργο πέτυ­χε να «δρα­πε­τεύ­σει» από τα χέρια του συγ­γρα­φέα και να ενω­θεί, να γίνει ένα με το κοι­νό του. Να βγει έξω από τα όρια ενός θεα­τρι­κού χώρου, να απλω­θεί στους δρό­μους, να νοη­μα­το­δο­τή­σει την ύπαρ­ξή του ξεκι­νώ­ντας σαν αρχε­τυ­πι­κό παι­χνί­δι, σαν τέχνα­σμα, σαν μια φλό­γα που τσι­ρί­ζει ανά­με­σα στις συνει­δή­σεις των Αιγί­σθων, των τυρ­ρά­νων και ίσως κάποια στιγ­μή καί­γο­ντάς τους φωτί­σει τον κόσμο ολόκληρο.

Κι’ εδώ φίλε θεα­τή ή έξοδος!
Το θέα­τρο μετα­ση­μειο­λο­γεί­ται. [19]

Το μετα­μο­ντέρ­νο πνεύ­μα αυτο­α­ναι­ρεί­ται, αυτο­α­κυ­ρώ­νε­ται από το ίδιο το ξεγέν­νη­μά του. Η ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ ως εξε­λιγ­μέ­νη μορ­φή έκφρα­σης οδη­γεί το μετα­μο­ντέρ­νο θέα­τρο, μέσα από μία σάρω­ση όλων των προ­τύ­πων, σε μια νέα θεμε­λια­κή αξία πιο ισχυ­ρή που παρά­γει νόη­μα και αποφάσεις.
Αυτή ίσως είναι τελι­κά και η επι­βί­ω­σή του!

ΜΠΑΜΠΗΣ ΣΤΕΡΤΣΟΣ

[1] Πλου­μί­δης Χάρης, ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ, σ.102.
[2] ο.π. σελ. 93–94.
[3] Άννα Κατσι­γιάν­νη, «Κρί­ση και απο­δό­μη­ση των δρα­μα­τι­κών κωδί­κων στο θεα­τρι­κό έργο ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ του Χάρη Πλου­μί­δη». Ομι­λία σε Τιμη­τι­κή Ημε­ρί­δα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
[4] Πλου­μί­δης Χάρης, ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ σελ. 97.
[5] Τσιέ­μνυ: Κατά λέξη σκο­τει­νός στα πολω­νι­κά. Η λέξη προ­κα­λεί διά­φο­ρους συνειρ­μούς. Κάποιον αθώο, μισό – χαζό, ηλί­θιο, αδέ­ξιο ή και παρα­μορ­φω­μέ­νο, αλλά σε μυστι­κή επι­κοι­νω­νία με το υπερ­φυ­σι­κό. Ο τρε­λός και ο ηλί­θιος του χωριού είναι φιγού­ρες οικεί­ες στη σλα­βι­κή παρά­δο­ση. Οι χωρι­κοί τους θεω­ρούν ιερούς για­τί πιστεύ­ουν ότι είναι «αγα­πη­μέ­νοι του Θεού».
[6] Καμύ Αλμπέρ. Ο μύθος του Σίσυ­φου, Μπου­κου­μά­νης, σελ. 26.
[7] Πολ­λοί όπως οι: Zean Baudrillard, Arthur-Kruker, Fredra Jaumeson, Habernas, Derrida, Lacan, Barthes, Cixow, Kristens έχουν προ­σεγ­γί­σει τον μετα­μο­ντερ­νι­σμό. Ο Andreas Hugssen, Charles Newman, Gerald Graff υπο­στη­ρί­ζουν ότι ο μετα­μο­ντερ­νι­σμός είναι μια καθυ­στε­ρη­μέ­νη έκδο­ση του μοντερ­νι­σμού. Επί­σης ο Arthur Kroken, David Gouk ακο­λου­θώ­ντας την θέση του Baudrillard υπο­στη­ρί­ζουν ότι ο μετα­μο­ντερ­νι­σμός εμφα­νί­ζε­ται σαν την τελευ­ταία εκδο­χή της εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σης που συνει­δη­τά υπο­νο­μεύ­ει τη διαλεκτική.
[8] Βέλ­τσος Γιώρ­γος, Η Μη-Κοι­νω­νιο­λο­γία. Ανα­λυ­τι­κή του Μετα­μο­ντερ­νι­σμού, Αθή­να, Καστα­νιώ­της, 1988.
[9] «Για να δημιουρ­γή­σεις την ανά­φλε­ξη της ιδιαί­τε­ρης αυτής προ­κλη­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας στους θεα­τές, πρέ­πει ν’ απο­δε­σμευ­τείς από το φάσμα που αντι­προ­σω­πεύ­ει το κεί­με­νο, αυτό το κεί­με­νο που ναι κιό­λας παρα­φορ­τω­μέ­νο από άπει­ρες γενι­κές σχέ­σεις. Για το λόγο αυτό, ή χρεια­ζό­μα­στε ένα κλασ­σι­κό κεί­με­νο, του οποί­ου μες από ένα είδος βεβή­λω­σης απο­κα­θι­στού­με ταυ­τό­χρο­να μία αλή­θεια ή ένα σύγ­χρο­νο κεί­με­νο που θα μπο­ρού­σε κάλ­λι­στα να ναι κοι­νό­τυ­πο και στε­ρε­ό­τυ­πο σαν περιε­χό­με­νο, μα ριζω­μέ­νο ωστό­σο στην κοι­νω­νι­κή ζωή». Γκρο­τόφ­σκι Γιέρ­ζι, Για ένα φτω­χό θέα­τρο, Αθή­να, 1982, σ. 72.
[10] Στην «Οικο­γε­νεια­κή Συγκέ­ντρω­ση» Ο Έλιοτ χρη­σι­μο­ποιεί κι αυτός (με δια­φο­ρε­τι­κές προ­θέ­σεις βέβαια τον μύθο της Ορέ­στειας, Στάϊ­νερ Τζώρτζ: Ο θάνα­τος της Τρα­γω­δί­ας, Αθή­να – Γιάν­νι­να, 1988, σ. 263.
[11] Ludwig Wittgenstein, Philosophisce Ontersuehungen (Φιλο­σο­φι­κές έρευ­νες). Ελλ. Μετα­φρ. Π. Χρι­στο­δου­λί­δης, Αθή­να 1977.
[12] ο.π.
[13] Ο L.Flaszen στο Γκρο­τόφ­σκι, ο.π. σ. 104.
[14] «Ως ποι­η­τι­κό απο­τέ­λε­σμα θα όρι­ζα την ικα­νό­τη­τα ενός κει­μέ­νου να γεν­νά διαρ­κώς δια­φο­ρε­τι­κές ανα­γνώ­σεις χωρίς ποτέ να εξα­ντλεί­ται ορι­στι­κά». Εκο Ουμπέρ­το. Το όνο­μα του Ρόδου, Γνώ­ση, 1985, σ. 15.
[15] Μετα­ξό­που­λος Αιμί­λιος, Πολι­τι­κός Σκε­πτι­κι­σμός. Ο μύθος του Θεμέ­λιου, Αθή­να, Οδυσ­σέ­ας, 1991, σ. 302.
[16] Για την μελέ­τη σχε­τι­κά με τη χρή­ση του άρτου. Βλ. Δευ­τε­ραί­ου Ν. Αγγέ­λου, Ο άρτος κατά την γέν­νη­σιν και την τελευ­τήν. Η συμ­βο­λι­κή και μαγι­κή χρή­σις του υπό των νεω­τέ­ρων Ελλή­νων. Για μια ενδε­λε­χή μελέ­τη γύρω από τον άρτο.
Βλ. επί­σης: 1. «Γ. Σακά­ρη»: Περί των δια­λέ­κτων των Κυδω­νί­ων, Μικρα­σια­τι­κά Χρο­νι­κά Τόμος 5ος, 1952, σ.97 (ψωμί ευτό­ζυ­μο) – 2. Χει­ρό­γρα­φο του Κέντρου Λαο­γρα­φί­ας, αριθμ. Χει­ρο­γρά­φου 486, σ. 17, περιο­χή Αίνος. – 3. Κέντρο Λαο­γρα­φί­ας. Αριθμ. Χει­ρο­γρά­φου 2781, σ.11. –4. Κέντρο Λαο­γρα­φί­ας, 1962 α.χ. 2459, σ. 73 στη Μεσο­πο­τα­μιά της Καστο­ριάς. –5. Κέντρο Λαο­γρα­φί­ας, σ. 117–118, Βιός-Χιός (για εφτά­ζου­μο = άρτος εις τη ζύμω­ση του οποί­ου αντί ύδα­τος χρη­σι­μο­ποιού­νται εφτά ειδών ζωμοί. (ρεβυ­θιών, μαρά­θου, πιπε­ρί­ου, καλα­μιού, δάφ­νης, μαϊ­ντα­νού και σιτά­ρι). 6. Στε­φα­νί­δου Κ. Μιχα­ήλ, Χυμευ­τι­κή και δημώ­δης ονο­μα­το­λο­γία Λεξι­κο­γρα­φι­κόν Αρχεί­ον της Μέσης και Νέας Ελλη­νι­κής, Τόμος Δ’ (Παράρ­τη­μα της Αθη­νάς, τομ. ΚΘ’ (1917), σελ. 176 (εΦτά­ζυ­μου).
[17] ο.π. σελ. 56.
[18] Σημειώ­νου­με ότι το βιβλίο τυπώ­θη­κε από τον κουρ­δι­κό εκδο­τι­κό οίκο Komal – Διά­σω­ση και Διά­δο­ση της Κουρ­δι­κής Κουλ­τού­ρας (Κων­στα­ντι­νού­πο­λη) – και κυκλο­φο­ρεί υπό την αιγί­δα της Πανελ­λή­νιας Ομο­σπον­δί­ας Εκδο­τών – Βιβλιο­πω­λών. Ο συγ­γρα­φέ­ας του κατα­δι­κά­στη­κε στην Τουρ­κία σε δύο χρό­νια φυλά­κι­σης με την κατη­γο­ρία ότι «αμφι­σβη­τεί τα σύνο­ρα της Τουρ­κί­ας και απει­λεί το τουρ­κι­κο κρά­τος με δια­με­λι­σμό» επει­δή ο Κούρ­δος ήρω­ας της Ορε­στειά­δας που σέρ­νει τον Δού­ρειο Ίππο μιλά­ει την αρχαία κουρ­δι­κή διά­λε­κτο «Κουρ­μαν­τσί» που απα­γο­ρεύ­ε­ται να μιλούν και να γρά­φουν ελεύ­θε­ρα οι Κούρ­δοι στην Τουρ­κία και στο Κουρδιστάν .

[19] Χουρ­δά­κης Νίκος, «Ανα­τρο­πή όλων των θεα­τρι­κών δεδο­μέ­νων, ακό­μα και αυτών της αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας, εννοώ, της Ορέ­στειας – όχι στο επί­πε­δο της «μιμή­σε­ως σπου­δαί­ας πρά­ξε­ως» αλλά στο επί­πε­δο το εντός, το οργα­νι­κό – στο θεα­τρι­κό έργο ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ του Χάρη Πλουμίδη».

 

Αρχείο

φοι­τη­τι­κή ΕΠΙκοινωνία

Πανελ­λή­νια Δια­πα­νε­πι­στη­μια­κή Εφημερίδα

 

Για περισ­σό­τε­ρα δια­βά­στε εδώ

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΧΑΡΗΣ ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ

 

 

 

Νίκος Χουρ­δά­κης
Ο «ΟΡΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ» είναι ο σφαγ­μέ­νος μας Εαυ­τός
και η «ΟΡΕΣΤΕΙΑΔΑ» το σφα­γείο τού κόσμου

 

 

- Δια­φή­μι­ση -

- Διαφήμιση -

- Δια­φή­μι­ση -

- Διαφήμιση -

- Δια­φή­μι­ση -

You might also like
Leave A Reply

Your email address will not be published.