του Στέρτσου Χαράλαμπου
ΜΕΡΟΣ Β
Η πτώση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους το 476 μ.Χ. σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γνωστή και ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία διατήρησε την επιρροή της για ακόμη μία χιλιετία. Κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού Α’ (527–565 μ.Χ.), οι στρατηγοί Βελισάριος και Ναρσής απελευθέρωσαν περιοχές της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας από τους Γότθους, ιδρύοντας το Εξαρχάτο της Ραβένας. Ωστόσο, οι Λογγοβάρδοι εισέβαλαν στη Βόρεια Ιταλία, επεκτείνοντας την κυριαρχία τους προς τα νότια και περιορίζοντας τη βυζαντινή παρουσία σε περιοχές όπως η Καλαβρία, η Σικελία και τμήματα της Απουλίας.
Η ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου
Η παρουσία Βυζαντινών πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων από την Καρχηδόνα και άλλες περιοχές ενίσχυσε το ελληνικό στοιχείο στη Σικελία και τη Νότια Ιταλία. Η περίοδος της Εικονομαχίας (726–843 μ.Χ.) έπαιξε καθοριστικό ρόλο, καθώς πολλοί εικονόλατρες κατέφυγαν στη Νότια Ιταλία, ιδρύοντας μοναστήρια και εκκλησίες, τα απομεινάρια των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα. Η αντίδραση του Πάπα Γρηγορίου Β’ και Γρηγορίου Γ’ στις πολιτικές του Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου ενίσχυσε περαιτέρω την ελληνική παρουσία.
Οι στρατιωτικές εκστρατείες του Γεώργιου Μανιάκη
Ένας από τους σημαντικότερους στρατηγούς του Βυζαντίου, ο Γεώργιος Μανιάκης, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια ανακατάληψης της Σικελίας από τους Άραβες. Το 1038, υπό τις διαταγές του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’, ξεκίνησε μια φιλόδοξη εκστρατεία με στόχο την ανάκτηση της Σικελίας. Στην εκστρατεία συμμετείχαν και μισθοφόροι από τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, ανάμεσά τους και ο Χάραλντ Χαρντράαντε, μετέπειτα βασιλιάς της Νορβηγίας.
Η εκστρατεία ξεκίνησε με επιτυχίες: η Μεσσήνη και πολλές ακόμη πόλεις απελευθερώθηκαν, ενώ οι Άραβες υπέστησαν σημαντικές ήττες, ιδιαίτερα στη μάχη της Ρομέττας (ιταλικά: Rometta και σικελικά: Ramietta). Ωστόσο, εσωτερικές διαμάχες και πολιτικές ίντριγκες στην Κωνσταντινούπολη οδήγησαν στην ανάκληση του Μανιάκη, γεγονός που έθεσε σε κίνδυνο τα βυζαντινά εδάφη στη Σικελία.
Το 1042, ο Μανιάκης επέστρεψε στη Νότια Ιταλία με νέα εντολή, επιτυγχάνοντας την ανάκτηση αρκετών πόλεων και περιορίζοντας την απειλή των Νορμανδών. Παρά τις επιτυχίες του, η πολιτική αστάθεια στο Βυζάντιο και οι εσωτερικές έριδες τελικά υπονόμευσαν τις στρατιωτικές του προσπάθειες.
Η ελληνική παρουσία μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, το ελληνικό στοιχείο στην Ιταλία ενισχύθηκε από νέες μεταναστεύσεις. Λόγιοι, αστοί και απλοί πολίτες εγκαταστάθηκαν σε πόλεις όπως η Ρώμη, η Βενετία και το Λιβόρνο. Στρατιωτικοί και αγρότες εγκαταστάθηκαν στην Απουλία και τη Ρέτζιο Καλάμπρια, ενώ Έλληνες από την Πελοπόννησο και Αρβανίτες του Μοριά συνέχισαν το ρεύμα εποικισμού.
Η Σικελία και η Νότια Ιταλία στον Μεσαίωνα: Επαναξιολόγηση της Ιστορίας
Η Σικελία και η Νότια Ιταλία κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα ήταν για πολλά χρόνια παραμελημένες περιοχές μελέτης, κυρίως λόγω της πεποίθησης ότι η περιοχή εισήλθε σε παρακμή μετά την «άλωση» της Ρώμης. Ωστόσο, πρόσφατα παρατηρείται αυξανόμενο ενδιαφέρον για τους μουσουλμάνους της μεσαιωνικής Σικελίας και Ιταλίας, καθώς και για τους εβραϊκούς και ελληνικούς πληθυσμούς που ζούσαν υπό λατινική χριστιανική κυριαρχία για πολλούς αιώνες. Η αναγέννηση των μελετών για τη μεσαιωνική Μεσόγειο προκάλεσε επαναξιολόγηση του ρόλου και της σημασίας του μεσογειακού κόσμου, του τρόπου λειτουργίας του μεσαιωνικού ευρωπαϊκού συστήματος και των σχέσεων του λατινικού χριστιανισμού με τα μουσουλμανικά κράτη, καθώς και της επιρροής των μουσουλμανικών πολιτισμών στην ανάπτυξη των ιταλικών οικισμών.
Τα βυζαντινά μνημεία ως μαρτυρίες του ελληνικού πολιτισμού
Η ελληνική παρουσία στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία τεκμηριώνεται από σπουδαία βυζαντινά μνημεία:
- Η Μονή Cattolica στο Stilo
- Η εκκλησία του San Marco (10ος αι.)
- Το βαπτιστήριο της Santa Severina (11ος αι.)
- Η Chiesa di Casanarello στην Απουλία
- Τα παρεκκλήσια του San Salvatore και San Mauro με ελληνικές επιγραφές
- Ο ναός του Οτράντο
Συμπεράσματα
Η “Μεγάλη Ελλάδα” ή Magna Grecia υπήρξε ένα λαμπρό πολιτιστικό και ιστορικό κεφάλαιο, που συνέχισε να ακμάζει πνευματικά και πολιτιστικά ακόμη και μετά την πολιτική παρακμή της περιοχής. Οι μνήμες αυτής της κληρονομιάς παραμένουν ζωντανές μέσα από τα μνημεία, τη γλώσσα και τις παραδόσεις που διασώζονται μέχρι σήμερα στη Νότια Ιταλία.
Βιβλιογραφία
- Charles Diehl, Byzantine Art and Civilization, University of Chicago Press.
- John Julius Norwich, Byzantium: The Early Centuries, Penguin Books.
- David Abulafia, The Great Sea: A Human History of the Mediterranean, Oxford University Press.
- Vera von Falkenhausen, The Greeks in Southern Italy: Byzantine Influence in the Middle Ages, Routledge.
- Michael Angold, The Byzantine Empire, 1025–1204: A Political History, Longman.
Βρείτε μας και στη σελίδα μας στο Facebook: Η Κάτω Ιταλία σήμερα